ΑΠΟΨΕΙΣ

Μία τυχαία μέρα των ανθρώπων της ΕΛΑΣ

 05/04/2024 09:37

Ο αδιανόητος φόνος της 28χρονης Κυριακής σήκωσε πολλή συζήτηση για την επάρκεια ή μη της ΕΛΑΣ, συζήτηση αρκετή στεγνή. Παρακάτω λοιπόν προσπαθώ να περιγράψω μία τυχαία μέρα των ανθρώπων της, όσο ψύχραιμα μπορώ.

Σκηνή πρώτη:

Μέσα τη βροχή, οι λιγοστοί τροχονόμοι είναι υποχρεωμένοι να μουσκεύουν μέχρι το κόκκαλο, προσπαθώντας να διαχειριστούν το πρωινό χάος της Θεσσαλονίκης. Παραδόξως, στους δρόμους δεν υπάρχουν κάμερες και τηλεματική, εργαλεία που θα διευκόλυναν θεαματικά τη δουλειά τους. Παραδόξως, η εφαρμογή του ΚΟΚ γίνεται επιλεκτικά, βάσει αντιφατικών άνωθεν εντολών. Παραδόξως, το αντικείμενο της Τροχαίας δεν αποτελεί υπηρεσία όπου εναλλάσσεται ημερησίως το περισσότερο τοπικό στελεχιακό δυναμικό, αλλά αφορά σχεδόν αποκλειστικά το μόνιμο προσωπικό της αρμόδιας διεύθυνσης.

Σκηνή δεύτερη:

Σ’ ένα συνηθισμένο self service καφέ στην Εγνατία, οκτώ αστυνομικά όργανα κουβεντιάζουν. Η εικόνα τους εντυπωσιακή: μούσκουλα, μαύρη στολή, αλεξίσφαιρα γιλέκα, ψηφιακοί ασύρματοι, ακριβό πιστόλι, δυνατές μηχανές. Πολλά από τα ατομικά υλικά τους (αν όχι όλα) έχουν αγοραστεί ιδίοις εξόδοις, καθώς η Υπηρεσία υποφέρει μονίμως από κεσάτια. Όμως ο αριθμός τους προκαλεί απορίες • δεδομένου ότι δουλειά τους είναι η αστυνόμευση και η σωστή αστυνόμευση απαιτεί διασπορά, γιατί βρίσκονται εδώ όλοι μαζί, σε αντίθεση με ξένους συναδέλφους τους που συνήθως περιπολούν σε ζευγάρια; Για τα στελέχη της ΕΛΑΣ οι αριθμοί αποτελούν αναγκαία συνθήκη. Η χαμηλού επιπέδου εκπαίδευση τους, η κακή οργάνωση του Σώματος, η προβληματική ποινική νομοθεσία και οι μεταβαλλόμενες διαθέσεις των πολιτικών προϊσταμένων τους καθιστούν το έργο τους ιδιαίτερα επισφαλές. Βέβαια οι αριθμοί δε στάθηκαν ικανοί να αποτρέψουν το τελευταίο φονικό στους Αγίους Αναργύρους.

Σκηνή τρίτη:

Οι παραπάνω άνδρες και γυναίκες εκτελούν το καθήκον τους στην Πλατεία Δικαστηρίων, κρυμμένοι μέσα στα κράνη τους. Με υπόρρητη αγριάδα υποβάλλουν σε προσωπική έρευνα έναν νεαρό, ύποπτο για πιθανή εγκληματική δράση. “Έγκλημα” του η εμφάνιση του. Αν κι ο τύπος μένει έξω από μπλεξίματα επειδή του αρέσει η υγιεινή ζωή και η ειρήνη, τα τατουάζ, τα πίρσινγκ και το γεγονός ότι περπατά ολομόναχος τον καθιστούν ιδανικό για επίδειξη αστυνομικής ισχύος σε μια επικίνδυνη γειτονιά. Σε μια από κείνες τις γειτονιές όπου κάποιος “ευάλωτος” μπορεί ακόμη και να τους πάρει τη ζωή, ή να τη χάσει από τα πυρά τους.

Σκηνή τέταρτη:

Μέρα κυβερνητικών εκδηλώσεων, και στο κέντρο κυκλοφορούν ασπρομάλληδες ένστολοι, συχνά υπέρβαροι κι εμφανώς σκουριασμένοι. Οι υπηρεσιακές ανάγκες τους έχουν βγάλει από γραφεία στη Μοναστηρίου, εκεί όπου διανύουν το τέλος του εργασιακού βίου τους, όμως εξακολουθούν να κατέχουν το…σπορ. Τουλάχιστον το κατέχουν περισσότερο απ’όσο οι νεότεροι συνάδελφοι τους στη Δημοτική Αστυνομία, όπως εύκολα διαπιστώνει κανείς παρατηρώντας πώς κινούνται και ενεργούν αμφότεροι. Κι όμως, άτομα που έχουν ακόμη αρκετά να προσφέρουν στο πεζοδρόμιο, απλώς σε πιο εύκολα καθήκοντα, έχουν παροπλιστεί. Μάλλον κανείς δε συνειδητοποιεί πόσο πιο παραγωγικοί θα μπορούσαν να είναι σε άλλες υπηρεσίες του κρατικού μηχανισμού.

Σκηνή πέμπτη:

Μεσημέριασε και γύρω από το ΑΠΘ πολυάριθμοι αστυνομικοί περιμένουν ταραξίες. Ως είθισται, προσωπικό των ΜΑΤ έχει ξαναδεσμευτεί επί ατέλειωτες ώρες (μεσοσταθμικά τουλάχιστον 100 άτομα σε ημερήσια βάση ανά κλούβα) μέσα σε οχήματα άλλοτε καυτά κι άλλοτε παγωμένα, που ζέχνουν ντίζελ κι ιδρωτίλα. Αυτός ο παράλογος τρόπος αξιοποίησης των δυνάμεων ούτε εξαφάνιση των μπαχαλάκηδων επιτυγχάνει, ούτε την αντιμετώπιση της κοινής μικρής εγκληματικοτητας επιτρέπει, όμως κανείς δε σκέφτεται να τον αναθεωρήσει. Οι ματατζήδες ζουν την Ημέρα της Μαρμοτας ▪ συνεχώς αναμένουν εντολή ενεργοποίησης, κι αν αυτή έρθει ξεκινούν. Σαν καλοί…σάκοι του μποξ, δέχονται βρισιές, μολότοφ και πέτρες, ανταποδίδοντας με δακρυγόνα και ξύλο επί δικαίων και αδίκων. Στο τέλος ουδείς τιμωρείται. Απλώς μερικοί δικοί τους τραυματίζονται (ακόμη και θανάσιμα), κι η ζωή συνεχίζεται.

Σκηνή έκτη:

Ευτυχώς γι αυτήν, η θητεία στην Ασφάλεια σημαίνει πολιτική περιβολή. Της προσφέρεται έτσι η δυνατότητα ν’απασχολείται μάλλον άνετα στο καφέ που διατηρεί μαζί με την αδερφή της, φυσικά στο όνομα της δεύτερης. Ούτως ή άλλως οι χαμηλές αποδοχές της δεν αρκούν για τ’αυξημενα οικογενειακά έξοδα. Καλύτερα λοιπόν στο μαγαζάκι της, παρά να τ’αρπάζει από ναρκέμπορους και νταβατζήδες.

Σκηνή έβδομη:

Ο βουλευτής χαιρετά γνωστούς και αγνώστους δίχως να προβληματίζεται για το αν απαθανατίζονται οι χειραψίες του. Ευτυχώς γι αυτόν, ο εμφανίσιμος νεαρός σε ρόλο σοφέρ-σωματοφυλάκα αναλαμβάνει κι αυτό το ρόλο. Το γιατί να χρειάζεται προστασία ένας μάλλον άσημος πολιτικός δεν αποτελεί καν ζήτημα. Κάποιες στιγμές ο εν λόγω αστυνομικός νιώθει άσχημα απέναντι στους συναδέλφους του, νιώθει κηφήνας, όμως αμέσως αποδιώχνει τέτοιες δυσάρεστες σκέψεις. Στην τελική, ο καθένας για την πάρτη του.

Σκηνή όγδοη:

Νέα επίσκεψη του αξιωματικού σε ψυχολόγο. Μετά 22 χρόνια στο Σώμα δε διαθέτει αρκετές ψυχικές δυνάμεις για ν’ανταπεξέλθει ομαλά στα καθήκοντα του. Κατά τη διάρκεια της θητείας του είδε τη χειρότερη και την καλύτερη εκδοχή της ανθρώπινης φύσης. Είδε αίμα, είδε αλητεία, είδε διαφθορά, είδε ψέμα, είδε βύσματα, είδε κι αυτοθυσία, και τιμιότητα, κι αλληλεγγύη, και ενσυναισθηση, και αρχοντιά. Προσπάθησε να είναι τουλάχιστον συνεπής, ενίοτε εις βάρος της οικογένειάς του. Πλέον νοιώθει απογοήτευση, νοιώθει οργή, νοιώθει ξοφλημένος, καμμένος.

Σκηνή ένατη:

Έχει πια βραδιάσει. Χαλασμένα φώτα, η τουαλέτα επίσης χάλια, ο εκτυπωτής πάλι δεν έχει μελάνι, τα αρχαία PC κολλάνε. Τουλάχιστον λειτουργεί νυχθημερόν το κλιματιστικό, μια που κανείς δεν ασχολείται με το λογαριασμό ενέργειας. Τα…σπίτια των αστυνομικών βρίσκονται σε κακή κατάσταση, πάσχουν από έλλειψη εξοπλισμού, επάνδρωσης και αναλωσίμων, και ποτέ δεν είναι αρκετά μεγάλα ώστε να παίζουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο, ούτε αρκετά μικρά ώστε να παρέχουν στοιχειώδη ασφάλεια ευρισκόμενα σε κάθε γειτονιά. Το αστυνομικό τμήμα αποτελεί ίσως την επιτομή του παραλογισμού που χαρακτηρίζει την ΕΛΑΣ.

Σκηνή δέκατη:

Ξεπατώθηκε για να περάσει στη Σχολή. Με τους βαθμούς του θα μπορούσε να είχε επιλέξει κάποιο πολυτεχνείο, όμως λίγο ο ρομαντισμός του, λίγο η οικογενειακή παράδοση, λίγο η επαγγελματική εξασφάλιση τον έσπρωξαν σε καριέρα αστυνομικού. Τώρα ξενυχτάει δίπλα στον Έβρο, άλλοτε να τον τρώνε τα κουνούπια κι άλλοτε να κοκκαλώνει μέσα στ’ αγιάζι. Καλείται καθημερινά να αντιμετωπίζει αδίστακτους λαθρεμπόρους και διακινητές, στερούμενος σωστής προετοιμασίας, διοίκησης και επιμελητείας. Κάποτε αυτή τη δουλειά την έκανε η Χωροφυλακή, εξειδικευμένος οργανισμός με κατάλληλο εξοπλισμό, οργανισμός με στρατιωτική αποστολή σε περίπτωση πολέμου. Έλα μου όμως που η καθ’ ημάς πολιτική ορθότητα δεν επιτρέπει την αναβίωση της.