ΑΟΖ: μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα
Μιλάμε για προκλητικότητα της Τουρκίας, επικαλούμαστε την διεθνή στήριξη, αναφερόμαστε στα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Όλα αυτά είναι καλά και όμορφα, αλλά δεν αρκούν.
Δεν αρκούν γιατί η Τουρκία δεν έχει την αίσθηση της προκλητικότητας, γιατί αυτοί που μας υποστηρίζουν στην κρίσιμη στιγμή θα μας αφήσουν μόνους και, τέλος, γιατί εμείς οι ίδιοι δεν ορίζουμε νομικά, αυτό που αποκαλούμε «κυριαρχικά μας δικαιώματα».
Η Τουρκία είναι και θα είναι ένας κακός γείτονας. Ένας γείτονας αχόρταγος. Στρατηγικός της στόχος η πλήρης κυριαρχία στην ΝΑ Μεσόγειο. Παρακάμπτει διεθνείς κανόνες και δηλώνει ευθαρσώς πως επιδίωξή της είναι να γίνει μια δίκαιη μοιρασιά του ενεργειακού πλούτου της ΝΑ Μεσογείου. Έτσι, χωρίς την παρεμβολή του Διεθνούς Δικαίου, μόνο με την ισχύ της.
Με αυτή την λογική εξηγείται, γιατί η Τουρκία δεν πρόκειται να υπογράψει με την Ελλάδα συνυποσχετικό για το Δικαστήριο της Χάγης. Πιστεύει πως με την απειλή βίας ή με ένα θερμό επεισόδιο θα επιτύχει πολλά περισσότερα από αυτά που θα κερδίσει από μια δικαστική απόφαση. Γιατί, ας μην το ξεχνάμε, η απόφαση του Δικαστηρίου της Χάγης θα αφορά αυτά που εμείς θεωρούμε κυριαρχικά μας δικαιώματα. Με απλά λόγια το ζήτημα θα είναι πόσο θα χάσουμε.
Συνεπώς, οι φωνές που ακούγονται από το εσωτερικό της πατρίδας μας για την υπογραφή ενός συνυποσχετικού δεν είναι ρεαλιστικές. Μπορεί αυτή η πρότασή μας να είναι ένα ισχυρό προπαγανδιστικό όπλο, όμως ο γείτονάς μας δεν πρόκειται ποτέ να την αποδεχθεί.
Όμως αν χάναμε στο Δικαστήριο π.χ. το 30% των θέσεών μας, θα είχαμε νομικώς κατοχυρωμένο το υπόλοιπο 70%, κάτι που δεν θέλει επ’ ουδενί λόγω η Τουρκία.
Έτσι, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο, καθώς οι επικλήσεις του Διεθνούς Δικαίου δεν αρκούν.
Στο σημείο αυτό υπάρχουν δύο σχολές σκέψης που διατρέχουν τόσο την πολιτική, όσο και την στρατιωτική ηγεσία της πατρίδας μας.
Η μια σχολή υποστηρίζει πως θα πρέπει με κάθε τρόπο να βρεθεί μια συμβιβαστική λύση με την Τουρκία, καθώς οι συνέπειες ενός θερμού επεισοδίου θα είναι δυσβάστακτες για τη χώρα μας.
Η άλλη σχολή σκέψης υποστηρίζει μια δυναμική αντιμετώπιση των τουρκικών προκλήσεων, καθώς α) οι ένοπλες δυνάμεις μας μπορούν να αντεπεξέλθουν νικηφόρα ενός θερμού επεισοδίου, καθώς οι τουρκικές ένοπλες δυνάμεις είναι αισθητά αποδυναμωμένες λόγω των διώξεων και β) ο γείτονας μόνον αυτή την γλώσσα καταλαβαίνει.
Έχω την αίσθηση πως η πολιτική ηγεσία της Ελλάδας, πολύ σύντομα θα κληθεί να πάρει τις αποφάσεις της, ιδίως αν βρεθεί μπροστά σε τετελεσμένα. Δηλαδή, αν αίφνης, η Τουρκία αποπειραθεί να κάνει έρευνες νοτίως της Κρήτης. Βέβαια, αν συμβεί αυτό, σημαίνει πως η Τουρκία θα έχει διαβεί τον Ρουβίκωνα, αφού θα έχει ζυγίσει τη διεθνή κατάσταση.
Σε αυτήν την περίπτωση, η Ελλάδα θα πρέπει είτε να απαντήσει υπερασπιζόμενη τα δικαιώματά της ή να αποδεχθεί τη νέα κατάσταση.
Δηλαδή να ολοκληρωθεί η φινλανδοποίηση της πατρίδας μας.
Είναι παρήγορο πως σε αυτές τις κρίσιμες στιγμές υπάρχει μια εθνική ομοψυχία. Και είναι επίσης παρήγορο πως έχει ανοίξει ένας ανοικτός εθνικός διάλογος για το τι θα πρέπει να γίνει.
Ο πολίτης θα πρέπει πάντα να είναι ενημερωμένος.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Δεκεμβρίου 2019