Γνωρίζει τι θέλει η Ελλάδα;
Ένα βήμα μπρός, δύο πίσω.
Οι εξελίξεις με την Τουρκία είναι ραγδαίες την ώρα που γράφονται οι γραμμές αυτές (Πέμπτη μεσημέρι) και, ενδεχομένως, το περιβάλλον να έχει μεταβληθεί όταν τις διαβάζετε.
Υπάρχουν και θετικά και αρνητικά γεγονότα.
Στα θετικά ανήκει η διπλωματική υποστήριξη την οποία έτυχε η Ελλάδα από την Ε.Ε. και ισχυρές χώρες μέλη όπως η Γαλλία, η Γερμανία και η Ιταλία, η Αίγυπτος και το Ισραήλ, αλλά και τη Ρωσία με τη δήλωση του πρεσβευτή της χώρας στην Ελλάδα Αντρέι Μάσλοφ, ο οποίος ζήτησε να τηρούνται οι αρχές του διεθνούς δικαίου, χαρακτήρισε την Ελλάδα σημαντικό εταίρο στη Δύση και απέκλεισε θερμό επεισόδιο μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας.
Το μήνυμα του ρώσου διπλωμάτη έχει αποδέκτη και την Τουρκία, για την οποία η Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Αμερικανικής Γερουσίας αποφάσισε την επιβολή κυρώσεων για τους S-400. Προς το παρόν η απόφαση δεν σημαίνει τίποτε ουσιαστικό, αφού πρέπει να συμφωνήσει και η Ολομέλεια της Γερουσίας και να εγκριθεί από τον αμερικανό πρόεδρο. Ειρήσθω εν παρόδω πως η Ρωσία είναι από τους βασικούς υποστηρικτές της λιβυκού κοινοβουλίου που εδρεύει στο Τομπρούκ, και μέσω των στρατευμάτων του Χαλίφα Χάφταρ επιδιώκει να ελέγξει την πρωτεύουσα Τρίπολη, εκδιώκοντας τις δυνάμεις του Φαγέζ Αλ Σαράτζ, του τουρκογενούς «προέδρου» που συμφώνησε με την Άγκυρα.
Η Ρωσία ενισχύει ενεργά τις δυνάμεις του Χάφταρ, οι οποίες βρίσκονται έξω από την Τρίπολη. Κατά τις εκτιμήσεις στρατιωτικών παρατηρητών είναι θέμα ημερών η κατάληψη της πρωτεύουσας.
Η έκπτωση του Σαράτζ από την αναγνωρισμένη από τη διεθνή κοινότητα κυβέρνηση της Τρίπολης θα διευκολύνει την Αθήνα στην ελληνοτουρκική αντιπαράθεση. Για την Αθήνα το ζήτημα είναι να μην ισχύσει η συμφωνία και αυτό μπορεί να επιτευχθεί με δύο τρόπους. Ή με απόφαση διεθνούς διαιτητικού οργάνου ή με υπαναχώρηση κάποιας πλευράς. Αν μία νέα κυβέρνηση στην Τρίπολη, που θα αναγνωριστεί διεθνώς, απορρίψει τη συμφωνία, τότε αυτή θα θεωρηθεί άκυρη. Θα το κάνει μια κυβέρνηση που θα υποστηρίζει ο Χάφταρ; Οι ενδείξεις, μέχρι στιγμής, εκεί κατατείνουν. Οπότε το σενάριο εκδίωξης από την εξουσία του Σαράτζ είναι η ευκταία εξέλιξη για την Αθήνα.
Αλλά η σημαντικότερη θετική εξέλιξη είναι η δήλωση του αμερικανού πρεσβευτή Τζέφρι Πάιατ ότι τα νησιά πρέπει να έχουν την ίδια αντιμετώπιση με την ηπειρωτική χώρα. Αν δεν πρόκειται περί παρερμηνείας, έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ σοβαρό.
Στα αρνητικά συγκαταλέγονται η δήλωση του γενικού γραμματέα του ΟΗΕ Αντόνιο Γκουτέρες, ο οποίος κάλεσε Ελλάδα και Τουρκία σε συνεχείς διαβουλεύσεις μέχρι να βρεθεί λύση, χαρακτηρίζοντας, παράλληλα, την περιοχή ειδικών περιστάσεων. Θέση που ταυτίζεται με την τουρκική.
Ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ δεν συνηθίζει να κάνει δηλώσεις επί της ουσίας μιας διαφοράς και γι’ αυτό προκαλεί έκπληξη η δήλωσή του.
Αρνητική εξέλιξη, η βαρύτητα της οποίας πρέπει να διευκρινιστεί από αμερικανικής πλευράς, είναι και η άσκηση επικοινωνίας που πραγματοποίησαν Τουρκία και ΗΠΑ στην αμφισβητούμενη από την Άγκυρα ελληνική υφαλοκρηπίδα νοτιοανατολικά της Κρήτης. Μια άσκηση που δεν μπορεί να θεωρείται τυχαία.
Υπενθυμίζουμε πως με ανακοίνωσή του το Στέιτ Ντιπάρτμεντ χαρακτήρισε το μνημόνιο «μη χρήσιμο και προκλητικό».
Με τη στάση των Ηνωμένων Πολιτειών σε διεθνή ζητήματα έχει προβλήματα όλος ο κόσμος, διότι δεν μπορεί να γίνει αντιληπτή η θέση της Ουάσιγκτον. Επίσημη ανακοίνωση μπορεί να ανατραπεί από τον αμερικανό πρόεδρο.
Στην περίπτωση που μας αφορά, ο κ. Τράμπ δείχνει μία ανεξήγητη και ανεκδιήγητη ανοχή απέναντι στον τούρκο πρόεδρο και τις κινήσεις του, γεγονός που προβληματίζει την ελληνική πλευρά για τη σημασία που θα έχει η συνάντηση του κ. Τραμπ με τον κ. Μητσοτάκη στις 7 Ιανουαρίου.
Το ζήτημα του μνημονίου τέθηκε και στη σύνοδο κορυφής της Ε.Ε. και οι πληροφορίες που υπήρχαν ήταν ότι στο προσχέδιο της ανακοίνωσης της συνόδου υπήρχαν νομικές αναφορές, όπως ο χαρακτηρισμός του ως παράνομου, που ικανοποιούσαν την Αθήνα.
Ωστόσο, την Πέμπτη η Τουρκία κατέθεσε τη συμφωνία στον ΟΗΕ, προλαμβάνοντας, για άλλη μια φορά, την Ελλάδα.
Η ελληνική πλευρά δέχτηκε επανειλημμένως παροτρύνσεις για οριοθέτηση ΑΟΖ με την Κύπρο (με την Αίγυπτο δεν είναι δυνατόν, λόγω διαφωνιών), γεγονός που θα την κατοχύρωνε. Η ολιγωρία της Αθήνας όταν ο τούρκος πρόεδρος δήλωσε επανειλημμένως το τι θα έκανε η χώρα του με την «κυβέρνηση της Τρίπολης», εμβάλλει σε σκέψεις για τον απώτερο στόχο των ελληνικών κυβερνήσεων. Και της σημερινής και της προηγούμενης.
Την εβδομάδα που πέρασε υπήρξε μπαράζ δημοσιευμάτων και δηλώσεων υπέρ της προσφυγής Ελλάδας και Τουρκίας στη Χάγη, αλλά αυτό προϋποθέτει συνυποσχετικό, το οποίο η Τουρκία επ’ ουδενί θα υπέγραφε, αν δεν ικανοποιούσε τις επιδιώξεις της.
Έτσι, δεν γνωρίζουμε μέχρι ποίου σημείου είναι διατεθειμένη να υποχωρήσει η Αθήνα, δεδομένου ότι δέχθηκε και δέχεται παροτρύνσεις πολιτικών και διαχειριστών των εθνικών θεμάτων, που βλέπουν θετικά τη «δίκαιη κατανομή» στην προσέγγιση της ΑΟΖ, που σημαίνει μειωμένη -και όχι- πλήρη επήρεια νησιών, όπως το Καστελλόριζο.
Προς το παρόν η τακτική του ΥΠΕΞ είναι η λενινιστική αρχή «ένα βήμα μπρός, δύο πίσω». Ο Λένιν κέρδισε, να δούμε τι θα πετύχει η Αθήνα. Φτάνει να ξέρουν στην κυβέρνηση τι θέλουν.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Δεκεμβρίου 2019