Η ώρα της κρίσης πλησιάζει. Τι θα γίνει με την Τουρκία;
Αυτές τις ημέρες, το 1989, πριν δηλαδή 30 χρόνια, άρχισε η διαδικασία κατάρρευσης των κομμουνιστικών καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και περιορισμού της Ρωσίας στα σημερινά της σύνορα.
Η Ρωσία ουδέποτε στην ιστορία της επεκτάθηκε τόσο βαθιά στην Ευρώπη όσο μετά την ήττα του ναζισμού το 1945, υπό τη μορφή της Σοβιετικής Ένωσης.
Ήταν μία κατάρρευση που δεν περιόρισε, μόνο, τη σοβιετική αυτοκρατορία αλλά αποκαθήλωσε και τα ινδάλματα μιας ιδεολογίας, που από το 1917 υποσχέθηκε πολλά στην ανθρωπότητα. Η Ελλάδα στο παρά πέντε απέφυγε να τη βιώσει -ευτυχώς, όπως είπε ο Λεωνίδας Κύρκος- αλλά τα συμπλέγματα εκείνης της εμπειρίας είναι, ακόμη, υπαρκτά.
Λίγα χρόνια μετά τον Εμφύλιο, συγκεκριμένα το 1952, Ελλάδα και Τουρκία εντάσσονται στην Ατλαντική Συμμαχία (ΝΑΤΟ).
Υποτίθεται ότι η Συμμαχία θα διασφάλιζε τα μέλη της από εξωτερική απειλή, υπονοώντας το σοβιετικό μπλοκ αλλά και από επιθέσεις κατά της εδαφικής ακεραιότητά τους.
Το άρθρο 5 που προέβλεπε τα σχετικά επέτρεπε αυτήν την υπόθεση. Ότι, δηλαδή, η ακεραιότητα των χωρών μελών διασφαλίζεται από οποιαδήποτε επίθεση.
Χρειάστηκε, όμως, η τουρκική εισβολή στην Κύπρο που υποστηρίχθηκε από τις ΗΠΑ και η ερμηνευτική δήλωση του, τότε, γενικού γραμματέα της Συμμαχίας Γιόζεφ Λουνς, για να συνειδητοποιήσει η Ελλάδα πως η Συμμαχία δεν τη διασφάλιζε από την τουρκική επιθετικότητα.
Το γιατί παραμένουμε, είναι μια άλλη ιστορία.
Με τις ευλογίες, λοιπόν, της Συμμαχίας, ο ελληνισμός έχασε τη μισή, σχεδόν, Κύπρο και η Ελλάδα ήρθε αντιμέτωπη όχι μόνο με την Τουρκία αλλά και με την ηγέτιδα δύναμη, τις ΗΠΑ. Όλες οι αμερικανικές θέσεις στα ελληνοτουρκικά είτε κλίνουν υπέρ της Άγκυρας είτε έχουν μια ουδέτερη χροιά, που ευνοεί τη γειτονική χώρα. Κάτι άλλαξε τις μέρες αυτές με τη δήλωση του Στέιτ Ντιπάρτμεντ, που ζήτησε την αποχώρηση του τουρκικού «Γιαβούζ», που επιχειρεί στα χωρικά ύδατα της Κύπρου.
Το 1945 και το 1989 αποτέλεσαν για την Ευρώπη και τον κόσμο κομβικά σημεία. Για την Ελλάδα, εκτός από τις δύο αυτές ημερομηνίες, κρίσιμο ήταν και το 1974.
Η Τουρκία ως προς τις απειλές της στάθηκε τίμια. Δεν μπλόφαρε. Ό,τι έλεγε, το εννοούσε και το εννοεί. Πλαγιοκόπησε και πλαγιοκοπεί την Ελλάδα, αλλά οι ελληνικές ηγεσίες είχαν το νου τους αλλού. Στη νομή και την απόλαυση της εξουσίας.
Όλες οι κυβερνήσεις έφεραν τη χώρα στη σημερινή της κατάντια. Οικονομικά είναι, απολύτως, εξαρτημένη από τους δανειστές της. Από πλευράς άσκησης εξωτερικής πολιτικής υποδουλωμένη στην Ουάσιγκτον και εν μέρει στις Βρυξέλλες, ενώ η Τουρκία αμφισβητεί, καθημερινά, την εδαφική της κυριαρχία σε βαθμό εξευτελιστικό.
Από το 1974, λοιπόν, η Τουρκία άρχισε να προδιαγράφει τις απαιτήσεις της απέναντι στην Ελλάδα σε μία, αξιοσημείωτα, συνεπή και κλιμακούμενη πολιτική έντασης. Τίποτε δεν παίρνει πίσω, συνεχώς, κλιμακώνει.
Η προβολή των τουρκικών απαιτήσεων άρχισε με τη βλακώδη ενέργεια των δικτατόρων του ’67 να δηλώνουν περιχαρείς πόσο πλούσια θα γινόταν η χώρα από την ανακάλυψη ενεργειακών αποθεμάτων. Συνεχίζεται, σήμερα, για τον ίδιο λόγο. «Δεν θα σας βλέπουμε να πλουτίζετε» είπε ο αναίσχυντος υπουργός Άμυνας της γειτονικής χώρας, σε μία από τις τελευταίες του δηλώσεις.
Σε έναν λαό που τα τελευταία αρκετά χρόνια βελτίωσε το βιοτικό του επίπεδο αλλά δεν έμαθε ότι τίποτε δεν χαρίζεται, όλα κατακτώνται και διατηρούνται με κόπους, η απροκάλυπτα επιθετική πολιτική της Τουρκίας δημιούργησε φοβικά σύνδρομα. Ακόμη και στην ηγεσία του.
Διαβάζω περίοπτους αναλυτές να καλλιεργούν την ιδέα συνεκμετάλλευσης, με την Τουρκία, των ενεργειακών αποθεμάτων του Αιγαίου και της Ανατολικής Μεσογείου. Και τον απλό κόσμο να βλέπει το χάρτη της ΑΟΖ που δίνει το διεθνές δίκαιο στη Τουρκία και να δικαιολογεί τη στάση της.
Αυτά δικαιούται η Τουρκία με βάση το διεθνές δίκαιο. Όπως την ίδια ευνόησε γεωπολιτικά η γεωγραφική θέση της, το ίδιο ευνοϊκή στάθηκε η θέση της Ελλάδας σε ό,τι αφορά την ΑΟΖ. Το τραγικό είναι ότι υπάρχει μία ελληνική αλλά και αμερικανική κατανόηση για τη συμπεριφορά της Άγκυρας.
Δεύτερον, συνεκμετάλλευση ναι, αλλά με κάποια σοβαρή ανταλλαγή. Αφού δεν μπορούμε να επιβάλλουμε, ας αγοράσουμε μία αξιοπρεπή λύση στο κυπριακό.
Διαφορετικά, όποτε θα θέλει κάτι η Τουρκία, θα δημιουργεί μια κρίση και θα το παίρνει αμαχητί.
Πριν αρκετά χρόνια ο Πολ Κένεντι έγραψε ένα δίτομο έργο για την άνοδο και την πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων και εντόπιζε ως κύρια αιτία της πτώσης την υπερεπέκταση με τους πολέμους.
Η Τουρκία δεν είναι μεγάλη δύναμη, αλλά θέλει να κυριαρχήσει στην περιοχή. Έχει απλωθεί πολύ. Από τη Λιβύη μέχρι τη Συρία και τη Σομαλία. Ακροβάτησε μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας, αλλά η ακροβασία αυτή, μάλλον, φτάνει στο τέλος της. Στη Συρία αντιμετωπίζει έναν θανάσιμο κίνδυνο με το κουρδικό. Και στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο αναζητά τους πόρους και τον τρόπο που θα την κρατήσουν ζωντανή.
Θα μπορέσει να αντεπεξέλθει; Αν τα καταφέρει, θα γίνει η σημαντικότερη δύναμη της περιοχής. Αν όχι, έχουμε να δούμε πολλά επεισόδια.
Πάντως, με την Ελλάδα τα πράγματα φτάνουν σε ένα κρίσιμο σημείο. Θα δούμε αν η τουρκική προκλητικότητα αντιμετωπιστεί με αξιοπρέπεια ή με τη λογική «πάρε ό,τι θες, αλλά άφησέ μας ήσυχους».
Αλλά ας γνωρίζουμε πως η βουλιμική Τουρκία δεν θα αφήσει ποτέ ήσυχο έναν λαό που της παραχωρεί χωρίς αντίσταση.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25 Αυγούστου 2019