Μακάρι το πρόβλημα να ήταν μόνο το άσυλο…
Κάπου μετά το ‘66 παραδόθηκε η πλατεία του Χημείου. Για όσους κατοικούσαμε εκεί γύρω -Σαράντα Εκκλησιές, Ευαγγελίστρια, πίσω από το άγαλμα του Καρατάσου- η πλατεία του Χημείου με το συντριβάνι και τις αναβαθμίδες προς τη Φυσικομαθηματική και την παλιά Φιλοσοφική, τα «Νερά» όπως τα λέγαμε, ήταν η καλοκαιρινή βραδινή διέξοδος.
Διασκεδάσεις πολλές δεν υπήρχαν, κινηματογράφος που και που αλλά εκεί γύρω δεν είχαμε και πολλούς θερινούς, η παραλία έπεφτε κάπως μακριά και η τηλεόραση ήταν ακόμη αδιανόητη πολυτέλεια.
Στο συνοικισμό μας ένα μόνο σπίτι είχε τηλεόραση και για εκείνη την «Ουράνια» ο γείτονάς μας, καλή του ώρα, είχε πληρώσει 36.000 δραχμές, όταν ο μισθός του δασκάλου ήταν έξι. Εκεί μαζευόμασταν η πιτσιρικαρία για να δούμε πρώτα τον «Φυγά», αργότερα το «Χαμένοι στο Διάστημα» -αλλά αυτό ήταν το κατ΄ εξαίρεσιν. Το αντάμωμα για μικρούς και μεγάλους ήταν πάντοτε τα «Νερά».
Σιγά σιγά ξεθαρρέψαμε, φτάναμε μέχρι τη λίμνη στο Αστεροσκοπείο, όχι τόσο περιποιημένη είναι αλήθεια όσο η πλατεία του Χημείου και όχι πολύ καλά φωτισμένη, αλλά οι γονείς μας δεν ανησυχούσαν όταν παίζαμε εκεί. Η Πανεπιστημιούπολη ήταν ασφαλής, ο κόσμος την ένιωθε δική του, ήταν μέρος της πόλης.
Αυτή η συναισθηματική σχέση ράγισε καιρό με τον καιρό, το μέρος σκοτείνιασε, βρώμισε, το συντριβάνι καταργήθηκε, το πράσινο εγκαταλείφθηκε, μετά υψώθηκαν και εκείνα τα φρικτά κάγκελα από την πλευρά της Εθνικής Αμύνης.
Είναι μεγάλη συζήτηση τι μεσολάβησε. Σημασία έχει ότι σήμερα η Πανεπιστημιούπολη έγινε ξένη για τους Θεσσαλονικείς, δεν σου κάνει καρδιά να περάσεις από μέσα, αν βρεθείς εκεί θέλεις να φύγεις μια ώρα αρχύτερα. Δεν σε διώχνει μόνο η εγκληματικότητα, ο φόβος μην πέσεις πάνω σε κανένα Αλγερινό μαχαιροβγάλτη από εκείνους που παρεπιδημούν στη Ροτόντα.
Σε διώχνει η βρωμιά, η κακογουστιά, τα κτίρια που στριμώχτηκαν στους ελεύθερους χώρους με σύστημα άρπα κόλα και έδωσαν στην Πανεπιστημιούπολη μιαν εικόνα ίσως όχι απολύτως ίδια με εκείνη που έχεις αντικρίζοντας τα Μετέωρα Πολίχνης από τον περιφερειακό, αλλά πάντως, όχι πολύ καλύτερη.
Ας υποθέσουμε ότι αύριο βρίσκεται ένα οραματικό πρυτανικό συμβούλιο, βρίσκονται και τα κονδύλια, έρχονται οι καλύτεροι αρχιτέκτονες, κάνουν μαγικά και η περιοχή γίνεται στολίδι. Λέμε τώρα… Τι φαντάζεστε ότι θα συμβεί μόλις φύγουν τα συνεργεία; Ακριβώς ό,τι έγινε στη Νέα Παραλία, συν την εγκληματικότητα.
Είναι πολύ αισιόδοξο να φανταζόμαστε ότι όλα θα λυθούν μόλις αποκαθηλωθεί το τοτέμ που λέγεται «πανεπιστημιακό άσυλο».
Η κατάντια των πανεπιστημιακών χώρων, παντού στην Ελλάδα, δεν προέκυψε μόνο ως αποτέλεσμα του ασύλου. Υπήρξε συνέπεια μιας αισθητικής και ιδεολογικής έκπτωσης η οποία ήρθε έξω από το πανεπιστήμιο. Από μια πολιτική έκφραση η οποία ενθάρρυνε τέτοιες συμπεριφορές στο όνομα κάποιας απερίγραπτης «προοδευτικότητος» και από μια κοινωνία που μαγεύτηκε από τους απατεώνες των μεγάλων λόγων.
Από κόμματα που θεωρούσαν προτιμότερο να γίνεται διακίνηση ναρκωτικών μέσα στο Πανεπιστήμιο, παρά να «μολυνθεί» ο χώρος από την παρουσία της Αστυνομίας -ακόμη και σήμερα. Από καθηγητές που συναλλάσσονταν με τις φοιτητικές νεολαίες για να έχουν το κεφάλι τους ήσυχο και έτρεχαν στα δικαστήρια, μάρτυρες υπεράσπισης εκείνων που έχτιζαν τους συναδέλφους τους μέσα στα γραφεία. Από καλλιτέχνες που ανέλαβαν να εξηγήσουν σε εμάς, τους αδαείς περί την τέχνη, γιατί οι μουτζούρες στους τοίχους πρέπει να αντιμετωπίζονται ως δημιουργία.
Και από δεκάδες άλλες ομάδες «επαγγελματιών» του δημόσιου λόγου, που πάνω στα κουρέλια του πανεπιστημίου έστησαν το προσωπικό τους όφελος.
Για κάποιους λεφτά, για κάποιους καριέρα, για κάποιους δημοφιλία, για κάποιους βουλευτιλίκι, για πολλούς όλα αυτά μαζί και ταυτοχρόνως. Ο κοινός παρονομαστής λέγεται κονομησιά και αν η λέξη ακούγεται vulgaire, είναι ακριβώς αυτή που τους ταιριάζει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 4 Αυγούστου 2019