Ποια ανάπτυξη;
Η ευημερία των αριθμών ήταν πάντα προσφιλής μέθοδος όλων των κυβερνήσεων. Σε περιόδους κρίσης ιδίως, όπου η καθημερινότητα του πολίτη δοκιμάζεται, δίχως απτά αποτελέσματα στον οικογενειακό προϋπολογισμό, οι αριθμοί ήταν πάντα ένα ασφαλές αντίδοτο. Η τωρινή περίοδος μάλιστα δεν αφήνει καν άλλη επιλογή στην κυβέρνηση. Η πανδημία και η ακρίβεια είναι το νοσηρό περιβάλλον, η αειθαλής μέγγενη μέσα στην οποία ξετυλίγει την οικονομική της πολιτική. Και όσον αφορά την πανδημία και το κλείσιμο των επιχειρήσεων εδώ υπάρχει η δικαιολογία του παγκόσμιου φαινομένου της υγειονομικής κρίσης που οδηγεί στην αντίστοιχη οικονομική δυσπραγία. Μόνο που στην Ελλάδα η οικονομική κρίση τρέχει ήδη από την προηγούμενη δεκαετία των μνημονίων. Στην ακρίβεια προστίθεται και η επιβάρυνση της ενεργειακής κρίσης που εκτοξεύει στα ύψη τις τιμές των ειδών πρώτης ανάγκης. Είναι βέβαια παγκόσμιο φαινόμενο η αύξηση των τιμών της ενέργειας πλην όμως η Ελλάδα βιάστηκε να απεμπολήσει τις δικές της πλουτοπαραγωγικές μονάδες και τώρα αναζητά αγωνιωδώς αγορές από ξένες χώρες (ίδε Κωστής Χατζηδάκης, «επιθετικό» πρόγραμμα εξοστρακισμού του λιγνίτη). Τώρα, ο υπουργός Οικονομικών για τον νέο προϋπολογισμό, ανέφερε ότι αυτός θα προβλέπει ανάπτυξη του 7%, συρρίκνωση της ανεργίας και εκτόξευση των επενδύσεων και των εξαγωγών. Μπορεί όλα αυτά να είναι ακριβή, αν και οι οικονομικές προβλέψεις σήμερα είναι έωλες μπροστά στο δυσμενές κλίμα των ημερών. Σίγουρα όμως οι αριθμοί αυτοί δεν αποτελούν μονοσήμαντα μεγέθη ή έξω από την καθημερινότητα του πολίτη, απολησμονώντας ιδίως το παρελθόν και το βαρύ δημοσιονομικό φορτίο της κοινωνίας. Ετσι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία της ΑΑΔΕ, οι ληξιπρόθεσμες οφειλές στην εφορία, έχουν φθάσει στα 109 δισ. ευρώ με κατακόρυφη μάλιστα αυξητική τάση τους δύο τελευταίους μήνες. Οι τυχόν ρυθμίσεις, όπως αποδείχτηκε, εξυπηρετούν μόνο τις πρώτες δόσεις ενώ στη συνέχεια το χρέος παραμένει ανεξόφλητο. Δεν χρειάζεται ασφαλώς να επεκταθεί κανείς σε δάνεια από τράπεζες σε ασφαλιστικές εισφορές κ.ά. Δικαιούται συνεπώς η κυβέρνηση να επαίρεται για τυχόν μελλοντικές επιδόσείς της, δικαιούται όμως και ο πολίτης να αντιδρά στην επώδυνη πραγματικότητα, προσδοκώντας επιτέλους ορατό τέλος στη δεινή οικονομική του κατάσταση.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31 Δεκεμβρίου-02 Ιανουαρίου 2021