Το «παιχνίδι» με την Τουρκία «παίζεται». Ας μην ανησυχούμε
Για να χρησιμοποιήσουμε, λόγω επικαιρότητας, ποδοσφαιρικούς όρους, το «παιχνίδι» με την Τουρκία «παίζεται». Δεν είναι χαμένο, όπως έσπευσαν να προδικάσουν οι αντιλαμβανόμενοι τις σχέσεις των δύο χωρών με μία στενόθωρη γραμμικότητα. Η υπερεπέκταση της γειτονικής χώρας ήταν ο κύριος παράγοντας της πτώσης των Μεγάλων Δυνάμεων κατά την εντυπωσιακή ανάλυση του Πολ Κένεντι πριν από αρκετά χρόνια. Πόσο, μάλλον, μικρών ή μεσαίων δυνάμεων που υποπίπτουν στο ίδιο λάθος. Η Τουρκία επεκτάθηκε πολύ και σε έναν πολύπλοκο, και όχι γραμμικό, κόσμο ενόχλησε πολλούς. Μέχρι ενός σημείου διέθετε το ανθρώπινο, υλικό και διπλωματικό δυναμικό, για να υποστηρίξει την πολιτική της. Από ένα σημείο και πέρα, οι επιδιώξεις της είναι αναντίστοιχες των δυνατοτήτων της. Σ’ αυτήν τη φάση εισερχόμαστε τώρα. Χρειάζεται, βεβαίως, προσοχή για την αντιμετώπισή της, αλλά όχι φοβίες. Και αναζήτηση εναλλακτικών πολυδιάστατων προσεγγίσεων. Όχι μονοδιάστατων σαν και αυτές που η σημαντικότερη Δεξαμενή Σκέψης της Ελλάδας, το ΕΛΙΑΜΕΠ, επιχειρεί.
Για να είμαι σαφής, δεν διαφωνώ ούτε με την ύπαρξη ούτε με την αναγκαιότητα του ΕΛΙΑΜΕΠ. Νομίζω, όμως, πως έχει μια στενά μονοδιάστατη πολιτική.
Για παράδειγμα, οργανώνει σε μία κρίσιμη στιγμή μια ενδιαφέρουσα εκδήλωση για τη Χάγη και καλεί να μιλήσουν τους Γιώργο Παπανδρέου, Ντόρα Μπακογιάννη, Γιώργο Κατρούγκαλο και Χρήστο Ροζάκη. Πιστεύετε πως από αυτόν το διάλογο θα κατατεθούν διαφορετικές απόψεις, η σύνθεση των οποίων θα βοηθήσει την ελληνική κυβέρνηση; Μάλλον όχι. Από ενδιαφέρον για την αποτελεσματικότητα του ρόλου του αφιερώνω τόσες γραμμές.
Όπως επανειλημμένως έχουμε γράψει, το διεθνές περιβάλλον στην ευρύτερη περιοχή (Ανατολική Μεσόγειος, Μέση Ανατολή, Βόρεια Αφρική) μεταβάλλεται. Η Τουρκία επιχείρησε να διαδραματίσει ρόλο, προβάλλοντας σκληρή ισχύ. Οι άλλες ανταγωνίστριες χώρες, που δεν έχουν καμιά διάθεση να μπλέξουν σε στρατιωτικές περιπέτειες, ελίχθηκαν και ελίσσονται πολιτικά και διπλωματικά. Το αποτέλεσμα σήμερα δεν είναι και τόσο ευνοϊκό για την Άγκυρα. Ούτε στη Λιβύη ούτε στη Συρία, ούτε στη σχέση της με την εταίρο της Ρωσία.
Η σχέση της με τη Ρωσία έχει καταστεί λόγω των αγωγών στρατηγική και δεν πρόκειται να περάσει βαθιά κρίση. Σε τακτικό επίπεδο, όμως, οι κρίσεις είναι, ήδη, εμφανείς. Και στη Λιβύη και στη Συρία. Η Ελλάδα πρέπει να δώσει τη δυνατότητα στη Μόσχα να έχει εναλλακτική λύση απέναντι στον Ερντογάν. Η βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων είναι μονόδρομος.
Οι στρατηγικοί εταίροι της χώρας όμως είναι άλλοι. Και σ’ αυτό το πεδίο κάτι σημαντικό φαίνεται να αλλάζει. Δεν εννοώ πως θα έρθουν αρμάδες να πολεμήσουν με την Τουρκία και να μας παραδώσουν μια ελεύθερη, ανεξάρτητη και μη απειλούμενη χώρα. Αλλά πως η απόφαση για αναζήτηση εναλλακτικού πόλου εξισορρόπησης μιας Τουρκίας που διολισθαίνει προς τον ευρασιατισμό είναι ειλημμένη.
Πριν από λίγες ημέρες δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα του JINSA (Jewish Institute for National Security of America) που εδρεύει στην Ουάσιγκτον και, σε γενικές γραμμές, προωθεί την αμερικανοεβραϊκή σχέση, μια ενδιαφέρουσα πρόταση που με δύο λόγια έλεγε πως οι ΗΠΑ πρέπει να μεταφέρουν στην Ελλάδα και την Κύπρο υποδομές, προσωπικό και οπλισμό που έχουν στην Τουρκία και να συμμετάσχουν πιο ενεργά στις τριμερείς που διαμορφώθηκαν στην περιοχή. Πιστεύω πως η δημοσιοποίηση της πρότασης ανιχνεύει το έδαφος για την υλοποίησή της.
Πριν αρχίσει να καλλιεργείται η σημερινή στενή σχέση με το Ισραήλ, επί Γιώργου Παπανδρέου, εν μέσω κρίσης, ο Geroge Friedman είχε γράψει στο «Stratfor» ένα άρθρο που, εν ολίγοις, έλεγε πως η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίση, είναι αδύναμη όχι μόνο οικονομικά αλλά και πολιτικά και στρατιωτικά, και πως για να επιβιώσει πρέπει να αναπτύξει στενές σχέσεις με το Ισραήλ.
Τίποτε δεν υπήρχε στον ορίζοντα που να προοιωνιζόταν τις εξελίξεις. Από τον Friedman μάλλον ζητήθηκε να ανιχνεύσει το πεδίο. Οι εξελίξεις είναι γνωστές.
Η πρόταση του JINSA πιστεύω πως είναι μια ανίχνευση τοπίου.
Αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να την αποδεχθούμε αβρόχοις ποσί. Επιτέλους, να συνειδητοποιήσουμε πως όταν ζητούν κάτι, έχουν κάποια ανάγκη, την οποία αν ικανοποιήσουμε, θα πρέπει να θέσουμε και δικά μας αιτήματα. Επ’ ουδενί η συμμετοχή μας σε μια νέα αρχιτεκτονική ασφαλείας στην περιοχή θα μπορούσε να παραβλέψει τις ισορροπίες που η χώρα έχει διαμορφώσει στη Μέση Ανατολή και τη Μεσόγειο. Η Ελλάδα είναι μικρή χώρα, για να διαπράττει μεγάλες ατιμίες. Και αυτό είναι πλεονέκτημά της.
Υπάρχουν δύο, ακόμη, ζητήματα τα οποία εν τάχει θα ήθελα να σχολιάσω. Το ένα είναι η ανακοίνωση μετά την επίσκεψη Δένδια στη Ρώμη ότι Ελλάδα και Ιταλία εκδήλωσαν τη διάθεσή τους να οριοθετήσουν την ΑΟΖ τους. Οι δύο χώρες έχουν οριοθετήσει την υφαλοκρηπίδα τους από το 1977 και μεταξύ τους υπάρχει το πρόβλημα η Ιταλία να θέλει μεγαλύτερη ΑΟΖ, επειδή ο αλιευτικός στόλος της ψαρεύει, ήδη, σε νερά που θα ανήκουν σε ελληνική ΑΟΖ αν οριοθετηθεί με βάση το δίκαιο της θάλασσας. Είναι μια διαφορά που εγείρει μια χώρα, η οποία δεν διεκδικεί απειλώντας με πόλεμο όπως κάνει η εξ ανατολών γείτων. Η προβληματική Τουρκία.
Το άλλο θέμα είναι η ανακοίνωση περί έναρξης συνομιλιών για τα ΜΟΕ. Οι συνομιλίες αυτές πέραν της συμφωνίας Παπούλια- Γιλμάζ του 1988 για την αποφυγή στρατιωτικών ασκήσεων Ιούλιο και Αύγουστο, άρχισαν μετά την κρίση των Υμίων και είναι τόσο πολύπλοκες που δεν πρόκειται να οδηγήσουν πουθενά. Ας γίνονται, με την προϋπόθεση πως η ελληνική πλευρά δεν θα υποχωρήσει στις μέχρι σήμερα θέσεις της.
Η Τουρκία είναι αντιμετωπίσιμη από την Ελλάδα. Αρκεί να διαμορφωθεί μια ικανή και ευέλικτη διπλωματία, ισχυρές συμμαχίες και ενίσχυση των Ενόπλων Δυνάμεων.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 9 Φεβρουαρίου 2020