Το τέλος της Ευρώπης και η συνάντηση του Βερολίνου
Εδώ και καιρό η Ευρώπη διολισθαίνει προς την παρακμή. Η εντροπία του ευρωπαϊκού συστήματος αυξάνεται με επιταχυνόμενο ρυθμό και κανείς δεν θέλει -ίσως και να μην μπορεί- να παρέμβει και να τη σταματήσει. Η Ευρώπη δεν παίζει κανέναν σημαντικό ρόλο στις μεγάλες γεωπολιτικές εξελίξεις στην περιοχή. Παραμένει, ακόμη, ένας ενδιαφέρων οικονομικός χώρος, αλλά μέχρι εκεί.
Διερχόμαστε μία μεταβατική περίοδο επαναπροσδιορισμού του διεθνούς συστήματος και η Ευρώπη, τόσο ως σύνολο όσο και ως μεμονωμένες χώρες, απέχουν από τη διαμόρφωσή του. Η περίπτωση της Μέσης Ανατολής, της Ανατολικής Μεσογείου και τελευταία της Λιβύης αποτελούν χαρακτηριστικά παραδείγματα ευρωπαϊκής απουσίας, που θα έχει επιπτώσεις και στις χώρες μεμονωμένα και στην Ευρώπη ως σύνολο.
Η Ευρώπη, υποτίθεται ένωση χωρών, μοιάζει σαν ο καθένας να προσπαθεί να πάρει κάτι από μία τελειωμένη υπόθεση. Οι πρώτοι που το αντιλήφθηκαν ήταν οι Βρετανοί.
Η ατυχία της Ευρώπης είναι ότι την υψηλή διαχείριση των υποθέσεών της έχει η Γερμανία. Το Βερολίνο δεν εκτιμήθηκε ποτέ για τη διπλωματία του αλλά για τη δύναμή του και την οικονομική του προσήλωση από τότε που η Γερμανία συγκροτήθηκε ως ενιαίο κράτος.
Μπήκε καθυστερημένα στο αποικιακό μοίρασμα και επεδίωξε να πάρει μερίδιο, προβάλλοντας βία. Τη βία του Πρώτου και του Δεύτερου μεγάλου πολέμου.
Μόλις μεταπολεμικά η ηγεσία του αντιλήφθηκε πως θα έπρεπε να συνεργαστεί με άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, για να ανακάμψει και να κερδίσει χρόνο να αποφύγει ακόμη έναν πόλεμο.
Συμμετείχε στο ευρωπαϊκό εγχείρημα από ανάγκη. Δεν είναι τυχαίο που η πρώτη ευρωπαϊκή προσπάθεια είχε ως βάση την ένωση χάλυβα και άνθρακα, υλικών που η κατοχή τους αποτελούσε προϋπόθεση για την πολεμική μηχανή.
Η γερμανική συμμετοχή κράτησε μέχρι τον Κολ. Από τη στιγμή που η χώρα ενώθηκε και αισθάνθηκε δυνατή, από τη στιγμή που οι νέες γενιές δεν έζησαν τα εγκλήματά της, η Γερμανία με τους διαδόχους του Κολ και, κυρίως, την ανεπαρκέστατη κυρία Μέρκελ, άλλαξε αντιλήψεις.
Μέχρι τη Μέρκελ οι γερμανοί καγκελάριοι μοιράζονταν την ευρωπαϊκή εξουσία. Κρατούσαν αυτό που γνώριζαν καλά, την οικονομία, και άφηναν περιθώρια ανάπτυξης στην πολιτική, τόσο στη Γαλλία όσο και στη Βρετανία.
Η Μέρκελ και το σύστημα που την έφερε στην εξουσία και την περιέβαλε τα ήθελαν όλα δικά τους. Και την οικονομική και την πολιτική εξουσία. Το αποτέλεσμα είναι μια αυξανόμενη οικονομική ανισότητα Βορρά - Νότου και μια πολιτική περιθωριοποίηση όλων των δυνάμεων, που θα ήθελαν να εφαρμόσουν μια ευρωπαϊκή πολιτική πέρα από τη γερμανική μύτη. Το γερμανικό έγκλημα για την Ευρώπη είναι ότι αυτό δεν το ήθελε και δεν το επέτρεψε. Αποτέλεσμα; Οι Βρετανοί βγαίνουν από την Ένωση και στους Γάλλους δεν έχει επιτραπεί να εφαρμόσουν κανένα από τα οραματικά στοιχεία που διατύπωσε ο Μακρόν για το μέλλον της ηπείρου.
Υπήρξε και ένα, ακόμη, αποτέλεσμα. Όλες οι χώρες είναι δυσαρεστημένες από την πολιτική του Βερολίνου και ο ευρωσκεπτικισμός όχι μόνο αυξάνεται, αλλά το ερώτημα αν χρειάζεται η Ένωση και σε τι είναι κυρίαρχο στις ευρωπαϊκές χώρες.
Έτσι όπως είναι η Ευρώπη, δεν χρειάζεται. Ό,τι ήταν να δώσει με την παρούσα μορφή, το έδωσε. Πρέπει να αλλάξει πολλά, αλλά το Βερολίνο, που εντέλει αποφασίζει, όχι μόνο δεν είναι διατεθειμένο αλλά επιδιώκει να εκμεταλλευτεί και τα τελευταία ρανίσματα της ευρωπαϊκής δυναμικής αποκλειστικά προς όφελός του.
Η Γερμανία έμεινε έξω από τις τελευταίες γεωπολιτικές εξελίξεις. Και οι γεωπολιτικές εξελίξεις συνεπάγονται και οικονομικές. Στο Βερολίνο το αντιλήφθηκαν αργά. Και τρέχουν, τώρα, να μπουν στο παιχνίδι. Μόνο που δεν είναι εύκολο.
Η διάσκεψη του Βερολίνου για το Λιβυκό είναι μια τέτοια προσπάθεια των Γερμανών. Δεν θα πετύχει, διότι η Γερμανία δεν έχει καμιά δύναμη να επιβάλλει λύσεις. Η Τουρκία βρίσκεται από την άποψη αυτή σε πλεονεκτικότερη θέση. Η Γερμανία θα είχε δυνατότητα να διαδραματίσει ρόλο αν ηγούνταν μιας ισχυρής Ευρωπαϊκής Ένωσης με κοινή αμυντική και εξωτερική πολιτική, αποφασισμένης να υποστηρίξει τα συμφέροντά της.
Δεν το έκανε, δεν θέλει να το κάνει και τα επίχειρα θα είναι η περιθωριοποίησή της.
Η Μέρκελ απέκλεισε την Ελλάδα από τη διάσκεψη, ικανοποιώντας την Τουρκία. Το Βερολίνο βλέπει κοντόθωρα το στενό γερμανικό συμφέρον και αδιαφορεί για οτιδήποτε ευρωπαϊκό.
Ο καθένας στην Ευρώπη, ακόμη και η δύναμη που ηγεμονεύει, προσπαθεί, μόνο, να πάρει. Η Ευρώπη δεν οικοδομήθηκε, όμως, στη βάση αυτή. Οικοδομήθηκε στη βάση οραματικών στοιχείων, η επικράτηση των οποίων ωφελούσε το σύνολο των μελών.
Η Γερμανία και άλλες ευρωπαϊκές χώρες βλέπουν στην παρούσα φάση την Ελλάδα ως «αποθήκη ψυχών», στην οποία θα μπορούσαν να στοιβάξουν όλους τους μετανάστες. Δεν τους ενδιαφέρουν οι επιπτώσεις στην ελληνική κοινωνία. Στο κάτω κάτω, αν οι επιπτώσεις είναι βαριές, διώχνουν τη χώρα από την Ένωση.
Για την Ελλάδα η διάσκεψη του Βερολίνου δείχνει το μικρό δέμας της χώρας. Κάτι σοβαρό πρέπει να γίνει, για να αλλάξει η περιφρονητική αντίληψη του κόσμου. Η Αθήνα αναπαράγεται με το μύθο πως αν συνεχίσει την υπάρχουσα πολιτική της, δίνει την αίσθηση δύναμης σταθερότητας. Αυτά είναι ψευδαισθήσεις αδυνάτων. Κανείς δεν υπολογίζει τον στρατιωτικά και οικονομικά αδύνατο που δεν μπορεί να υπερασπίσει τα δικαιώματα και την κυριαρχία του.
Θα πρέπει να αποκτήσουμε σκληρή ισχύ με αποφασιστικότητα να την προβάλλουμε αν και όταν χρειαστεί. Τα δύο αυτά στοιχεία είναι οι μόνες προϋποθέσεις να υπερασπιστούμε την κυριαρχία και τα δικαιώματα της χώρας, και να αποφύγουμε τον πόλεμο. Διότι κανείς δεν θα θελήσει να αναμετρηθεί με μία δύναμη που έχει αυξημένη ικανότητα αποτροπής.
Αυτά είναι τα διδάγματα από τη διάσκεψη του Βερολίνου.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19 Ιανουαρίου 2020