Το τσιγάρο σηκώνει υποθέσεις
Η κυβέρνηση αποφάσισε να εφαρμόσει τον αντικαπνιστικό νόμο. Αρχικά φαίνεται ζήτημα πολιτικής βούλησης.
Δεν είναι σαφές όμως ότι κατανοούν πως κάνουν μία εξαιρετικά γενναία επιλογή.
Διότι θα συγκρουστούν με μία τεράστια δύναμη: Τη δυσαρέσκεια δεκάδων -αν όχι εκατοντάδων χιλιάδων- μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τους ιδιοκτήτες καταστημάτων εστίασης, οι οποίοι είναι ένα μεγάλο κομμάτι της εκλογικής της δύναμης.
Είναι ένα μέρος της μεσαίας τάξης, που απηυδισμένοι από την υπερφορόλογηση την ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές.
Αυτοί χάνουν ή νομίζουν ότι χάνουν από την απαγόρευση του καπνίσματος.
Και γι’ αυτό έκαναν κάθε δυνατή προσπάθεια να μην εφαρμοστεί μέχρι τώρα ο νόμος.
Και είχαν επιτυχία. Γιατί είναι πολλοί.
Στη δική τους λογική, κατανάλωση στο μαγαζί κάνει η παρέα, η συζήτηση, η χαλάρωση κι όλα αυτά συνοδεύονται, κατά τη γνώμη τους, από τσιγάρο.
Στη δική τους οπτική αυτός που δεν καπνίζει τρώει το φαγητό του στα εστιατόρια, πίνει ένα ποτό στα μπαρ και φεύγει.
Ενώ ο καπνιστής παίρνει και δεύτερο και τρίτο ποτό.
Δεν γνωρίζω να έχει αποδειχθεί με στατιστικά στοιχεία η σχέση καπνίσματος και κατανάλωσης. Αλλά δεν έχει σημασία.
Οι άνθρωποι θα αποδώσουν οποιαδήποτε αρνητική εξέλιξη στη δουλειά τους στην απαγόρευση.
Θα γκρινιάζουν προκαταβολικά ακόμη και τώρα που η Ελλάδα δεν τρώει και δεν πίνει σε κλειστούς χώρους λόγω καλοκαιριού.
Γι’ αυτό ο χειμώνας θα είναι δύσκολος για την κυβέρνηση, με δυσαρεστημένους κάποιους πολλούς ψηφοφόρους της.
Η επιβολή της απαγόρευσης δεν είναι σύγκρουση με μία νοοτροπία ανυπότακτου και αψύ πολίτη.
Είναι μία σύγκρουση με τα επιχειρηματικά συμφέροντα δεκάδων χιλιάδων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αν η κυβέρνηση βλέπει την εφαρμογή του αντικαπνιστικού νόμου ως έναν αστικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, βλέπει τη μία όψη του νομίσματος.
Θα βρει μπροστά της την άλλη.
Στην Ελλάδα αυτή η ιδιοκτησία δεν είναι αλυσίδες, είναι μικρή, συνήθως οικογενειακή και ανακυκλώνεται γύρω από το ταμείο της καθημερινής είσπραξης.
Η ανησυχία όλων αυτών των επιχειρηματιών μπορεί να είναι ανόητη, παιδιάστικη, κουτοπόνηρη, ιδιοτελής, οπισθοδρομική, αλλά είναι γνήσια. Και δεν αντιμετωπίζεται με την απαξίωσή της.
Χρειάζεται υπομονή και επιχειρήματα που, πέρα από το γενικό καλό, να αγγίζουν αυτούς που νομίζουν ότι θα θιγούν.
Τους θέλουν συμμάχους ή αντιπάλους;
*Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 28 Ιουλίου 2019.