Από το γκρι στο πράσινο
Διαβάζω με ενδιαφέρον κάθε προσέγγιση, κάθε κριτική σχετική με αρχιτεκτονικούς διαγωνισμούς, ιδιαιτέρως για αυτούς που αφορούν σε αναπλάσεις δημοσίων χώρων. Πρόσφατη περίπτωση για τα καθ ημάς, το πρώτο βραβείο για την Πλατεία Αριστοτέλους στην Θεσσαλονίκη αλλά και οι σχετικές με τον Μεγάλο Περίπατο και την πολύπαθη Ομόνοια της Αθήνας.
Έλκομαι από την περίτεχνη γλωσσικά και, συχνά, πλούσια εννοιολογικά περιγραφή μιας αρχιτεκτονικής ιδέας, από την αποκάλυψη του υπόβαθρου ενός σχεδιασμού, από την ένταξη μιας υπόθεσης σε μια οικογένεια κατασκευαστικών εφαρμογών που καθιερώνονται ως Σχολές. Να σημειωθεί, ωστόσο, ότι πολλές από αυτές τις Σχολές, έχουν αποδομηθεί, καθώς, υποτίμησαν, τη σημαντικότερη παράμετρο της ίδιας της αναγκαιότητας του σχεδιασμού, που είναι η λειτουργικότητα και το ανθρώπινο μέγεθος. Το παρόν σημείωμα δεν φιλοδοξεί να αγγίξει τα θέματα που αφορούν στο Κίνημα του Μοντερνισμού και την, εδώ και δεκαετίες, κριτική που ασκείται από ειδικούς και κοινό. Για κτίρια- μνημεία αυτοαναφορικότητας, άλλα που, στην ανάγκη της φουτουριστικής τους σχεδιαστικής αφετηρίας, έχουν ανάγκη επισκευών πριν ξεκινήσει η λειτουργία τους, που αδιαφορούν για το περιβάλλον και δεν συνομιλούν παρά μόνον με τον εαυτό τους. Στην Ελλάδα έχουμε την ευτυχία-ατυχία να μην οικοδομούνται πολλά δημόσια κτίρια αξιώσεων και γι’ αυτό η συζήτησή μας έχει να κάνει περισσότερο με την απουσία σχεδιασμού και όχι με την ποιότητά του. Παρόλα αυτά, οι ανάγκες, όχι τόσο για δημόσια κτίρια παρά για δημόσιο χώρο (πάρκα,πλατείες, πεζοδρομήσεις), είναι πολύ μεγάλες και όλο και προκύπτουν ευκαιρίες χρηματοδοτήσεων, κατασκευαστικές ιδέες, διαγωνισμοί και έργα. Στην αρχή περιβάλλονται με μια αχλή πρωτοποριακής σύλληψης, στη συνέχεια δοκιμάζονται με θετικές και αρνητικές κρίσεις στην πράξη και ύστερα, εφόσον δεν ενοχλούν την κυκλοφορία αυτοκινήτων, ουδείς μιλά γι’ αυτά.
Παράδειγμα, ένα από τα ελάχιστα έργα στα Άνω Λαδάδικα που έγινε πριν χρόνια, στο πλαίσιο μάλιστα της «Βιοκλιματικής αναβάθμισης» της περιοχής. Προσπερνώ τον αμφιλεγόμενης αισθητικής φουτουριστικό σχεδιασμό και τις κακοτεχνίες. Προσπερνώ ακόμα και την παράξενη φιλοδοξία μείωσης της τοπικής θερμοκρασίας στα δύο μέτρα, με τη χρήση ανεμιστήρων και μάλιστα σε σημεία από τα οποία δεν περνά κανείς. Στέκομαι στην απόλυτη έλλειψη πρασίνου στην παρέμβαση. Θεραπεία του γκρι με ένα άλλο γκρι. Αυτή η λογική δεν διακατέχει μόνον αρχιτέκτονες. Έχει διαποτίσει κάθε προκήρυξη, κάθε δυνατότητα διαμόρφωσης δημόσιου χώρου. Μόλις προκύψει μια δυνατότητα, αρχίζουμε με την «αναγκαιότητα» κτιρίων πολλαπλών χρήσεων(sic), πολιτιστικών κέντρων (χωρίς να ενδιαφερόμαστε για την ίδια την καλλιτεχνική παραγωγή), όρων δόμησης, πλακοστρώσεων και στο εναπομείναν εμβαδόν, δεχόμαστε και πράσινο. Συνήθως χθαμαλό. Συλλαμβάνουμε τα μηνύματα των καιρών με μεγάλη καθυστέρηση. Οι ελεύθεροι χώροι δεν έχουν ανάγκη Χωρικών Σχεδίων αλλά πρασινίσματος. Σε όλη την Ευρώπη φυτεύουν δένδρα. Στο Παρίσι σχεδιάζουν μέχρι το 2024 να έχουν 10 αστικά δάση, ενώ, δενδροφυτεύεται και αλλάζει όψη η εμβληματική λεωφόρος Champs Elysees. Στην Βαρκελώνη ενώνονται ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα με το σχέδιο των Superblocks , προκειμένου να αποδοθούν οι δρόμοι στους κατοίκους τους. Σε μια από τις πιο γνωστές γειτονιές της Κοπεγχάγης, στο Osterbro, ξηλώθηκε το 18% της ασφάλτου που δεν ήταν χρήσιμο για τους κατοίκους. Η Θεσσαλονίκη πρέπει άμεσα να πρασινίσει. Δεν υπάρχει καμία μεγαλύτερη προτεραιότητα για την αναβάθμιση και του αστικού τοπίου αλλά κυρίως της ίδιας μας της ζωής. Το γκρι πρέπει, χθες, να αλλάξει με πράσινο.
ΠΡΑΣΙΝΟ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΕΤΟΧΗ
Μόλις που άρχισε στη χώρα μια δημόσια συζήτηση σχετικά με τα «αστικά δάση», που, σε πολλές ευρωπαϊκές πόλεις δημιουργούνται, ως αναγκαία για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής αλλά και για την περιβόητη «ανθεκτικότητα» των άστεων στις κλιματικές αλλαγές.
Η διαφορά τους από τα γνωστά μας πάρκα, όσο είναι και αυτά γνωστά στο ελληνικό τσιμεντένιο τοπίο, είναι ότι σημαντικό τους τμήμα δεν είναι προσβάσιμο, καθώς η βλάστηση είναι πυκνή και ο στόχος είναι να αναπτύσσεται χωρίς την ανθρώπινη παρέμβαση. Τέτοια δάση λοιπόν ετοιμάζονται για τη γαλλική πρωτεύουσα. Όπως και στην Βαρκελώνη και σε κάθε πόλη και χώρα που σέβεται τους κατοίκους της, έτσι και στο Παρίσι, όλα, καταρχάς, προτείνονται, με λεπτομέρειες χρονοδιαγραμμάτων, στο διαδίκτυο και ακολουθεί ουσιαστική διαβούλευση με τους πολίτες. Για να ενσωματωθούν σημαντικές ιδέες, να καταγραφούν ανάγκες που δεν έχουν προβλεφθεί αλλά και για να γίνει κτήμα και προσωπική υπόθεση του καθένα η αλλαγή στο αστικό τοπίο. Στην Ελλάδα, παρά τις νομοθετικές προβλέψεις από το 2010, μέσω του open.gov, για την αναγκαία δημόσια διαβούλευση, μάλλον ως θεσμική αγγαρεία αυτή διεξάγεται, όταν διεξάγεται, από τους υπεύθυνους οργανισμούς και άλλες κυβερνητικές δομές.
Ο συμμετοχικός σχεδιασμός παραμένει για τη χώρα ζητούμενο. Και βέβαια, εφόσον οι πολίτες δεν εκπαιδεύονται σε αυτόν, είναι λογικό να μην ευαισθητοποιούνται από μία τυχαία αναφορά που μπορεί να εντοπίσουν στο διαδίκτυο. (Αυτό το αναφέρω για αυτούς που διατείνονται ότι ακόμα και στις περιπτώσεις που υπάρχει διαβούλευση, οι έλληνες δεν είναι πρόθυμοι να συμμετέχουν). Έτσι, ο καθείς και ο σχεδιασμός του. Άλλα επεξεργάζεται το ΤΑΙΠΕΔ, άλλα οι Περιφέρειες, άλλα οι Δήμοι, άλλοι διαβουλεύονται, άλλοι δε πάλι όχι. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το θαλάσσιο μέτωπο του Θερμαϊκού, στο Χωρικό Σχέδιο του οποίου, ό,τι δεν ανήκει στο στενό δημόσιο, υπερπηδάται χωρίς την παραμικρή κατεύθυνση αρμολόγησής του σε μια ενιαία στρατηγική, με αποτέλεσμα να διεξάγονται παράλληλοι μονόλογοι. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, όπως το Βέλγιο, η Γαλλία και η Ολλανδία, δημιουργούν μικρά δάση γηγενών φυτών με τη μέθοδο Miyawaki (ιάπωνας βοτανολόγος που προώθησε την ιδέα των μικρών δασών με γηγενή είδη, που φυτεύονται «κατά σμήνη». Με τον τρόπο αυτό έχουν, μέχρι σήμερα, δημιουργηθεί χιλιάδες δάση στην Ασία), προσδοκώντας σε πλουσιότερη βιοποικιλότητα και χώρους πρασίνου χωρίς απαιτήσεις ανθρώπινης φροντίδας. Για τη φύτευση και την προστασία του, εργάζονται πολλοί εθελοντές, συμμετέχοντας σε οργανωμένα σχέδια αναβάθμισης του αστικού τοπίου των περιοχών όπου ζουν.
Η κοινωνική συμμετοχή έχει αξία από το στάδιο του σχεδιασμού μέχρι τη δημιουργία του μικρού ή μεγαλύτερου άλσους ή αστικού δάσους, οποιασδήποτε μορφής.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 16.01.2022