Αυτοδιοικητικές εκλογές ή δημοπρατήρια δημοσίων θέσεων;
Είναι δύσκολο να εκτιμήσουμε πώς θα αλλάξει το τοπίο στις «ηγετικές ομάδες» των δήμων, μετά τις επικείμενες εκλογές και με εφαρμοσμένη την απλή αναλογική. Δεν συμμερίζομαι με ευκολία τις υπουργικές δηλώσεις ότι αυτό αποτελεί καθοριστικό βήμα στην ανατροπή του δημαρχοκεντρικού μοντέλου (παρότι πιστεύω σε αναλογικότερα εκλογικά συστήματα). Όσοι γνωρίζουν τα αυτοδιοικητικά, φοβούνται ότι, σύμφωνα με την ισχύουσα νοοτροπία, οι δυνατότητες εναλλακτικών συνεργασιών μπορεί και να οδηγήσουν σε δημοπρατήρια δημοσίων θέσεων (κοινώς «καρέκλες»), με τελικό αποτέλεσμα την ενίσχυση της εξουσίας του δημάρχου, ο οποίος πλέον θα έχει, για τις φανερές και υπόγειες διεργασίες, και το άλλοθι της αδυναμίας συγκρότησης πλειοψηφίας.
Τι θα μπορούσε να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη, στην οποία οι συναλλαγές του «δώσε μου δύο αντιδημαρχίες και ψηφίζω όλα τα θέματα», για να αναφερθώ στις πιο αθώες, θα θεριέψουν; Μόνο μία αλλαγή αντίληψης για τη σημασία των εκλογικών προγραμμάτων και κυρίως τους θεσμούς κοινωνικής λογοδοσίας. Η έγκαιρη κατάθεση δεσμεύσεων από τους υποψηφίους δεν είναι μια περιττή πολυτέλεια. Αλλά και η αντιπαραβολή προεκλογικών λόγων και αποτελέσματος δεν αποτελεί μία εμμονή αντιπολιτευτικής θέσης.
Το πρόβλημα εντέλει είναι ανάλογο εκείνου των εθνικών εκλογών.
Η ποιότητα μιας Δημοκρατίας, είτε στο εθνικό επίπεδο είτε στο τοπικό, κρίνεται πέρα από τις κραυγές, τα λεκτικά πυροτεχνήματα, την υπόγεια συναλλαγή και την αντίληψη της πασαρέλας υποψηφίων. Τα πράγματα είναι απλά. Ποιο ήταν το εύρος των δεσμεύσεων, τι κατάφερα, τι δυσκολίες αντιμετώπισα, με πόση επιμονή και συνέπεια κυνήγησα λύσεις. Στόχοι - χρονοδιαγράμματα - αποτελέσματα.
Σε μία χώρα κουρασμένη από τη λιτότητα, με την κοινωνία θυμωμένη και διχασμένη, οι εκλογές θα μπορούσαν να αποτελέσουν ευκαιρία να τεθούν εξαρχής τα ερωτήματα. Γιατί είναι προφανές ότι απαντήσεις εύκολες δεν υπάρχουν.
Ποια είναι τα θέματα που θα έπρεπε να μας απασχολήσουν ενόψει εκλογών και ποιοι είναι εκείνοι οι υποψήφιοι που μπορούν να τα θέσουν στη βάσανο μιας έγκαιρης δημόσιας αξιολόγησης;
Στη Θεσσαλονίκη, και αναφέρομαι στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος, τα ζητήματα αναβάθμισης του αστικού τοπίου και της ποιότητας ζωής δεν μπορούν να επαφίενται στην καλή προαίρεση της Αθήνας. Είναι υπόθεση της ίδιας της πόλης και υποχρέωση των τοπικών διοικήσεων να τα αναδεικνύουν. Δεν υποτιμώ καθόλου τα λεγόμενα ζητήματα «καθημερινότητας». Η καθαριότητα, το πράσινο, οι κοινωνικές υπηρεσίες είναι η πρωταρχική υποχρέωση μίας τοπικής αρχής και δικαίωμα των πολιτών να την κρίνουν για τα αποτελέσματά της. Για τη δυνατότητα δηλαδή διοίκησης και συντονισμού.
Αλλά, μαζί με αυτά, ποιος θα μιλήσει για τον Θερμαϊκό που παραμένει χωρίς κατάρτια, ποιος θα θέσει ζητήματα χρήσεων στην παραθαλάσσια περιοχή που, εξαιτίας της ασάφειάς τους, οι ασχολούμενοι με το ναυταθλητισμό υποφέρουν εδώ και δεκαετίες, ποιος θα επιμείνει στην ανάγκη ολοκληρωμένης ανάδειξης του μοναδικού μνημειακού πλούτου, της Άνω Πόλης, των κεντρικών αγορών, της ενίσχυσης του αστικού και περιαστικού πρασίνου, ποιος θα προσεγγίσει τις πικρές ιστορίες της Ζώνης Καινοτομίας και της θαλάσσιας συγκοινωνίας, ποιος θα εντάξει στην ημερήσια διάταξη της πόλης όλα αυτά και άλλα πολλά που μπορούν να σφραγίσουν τη σύγχρονή της ταυτότητα.
Η ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Τις ηλιόλουστες ημέρες που εξελίσσονται στην πόλη περισσότερα του ενός γεγονότα, το κυκλοφοριακό είναι τέτοιο, που μοιάζει η Θεσσαλονίκη να υπερβαίνει τη φέρουσα ικανότητά της. Όλοι επιθυμούμε την ανάδειξη της πόλης σε τόπο τουριστικού προορισμού αλλά εάν δεν ληφθούν μέτρα καθαριότητας, ρύθμισης κυκλοφορίας, χρήσεων γης, απορρύπανσης του Θερμαϊκού, λειτουργικών και περιβαλλοντικά ήπιων παρεμβάσεων στο παραλιακό μέτωπο, η πόλη θα συνεχίσει να ασφυκτιά και οι δυνατότητες φιλοξενίας θα περιορίζονται. (Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού η φέρουσα ικανότητα είναι «ο μέγιστος δυνατός αριθμός ατόμων που μπορεί να φιλοξενήσει ταυτοχρόνως ένας τουριστικός προορισμός, χωρίς να προκαλείται καταστροφή του φυσικού, οικονομικού, κοινωνικοοικονομικού περιβάλλοντος, αλλά και μία μη αποδεκτή μείωση στην ποιότητα της ικανοποίησης των επισκεπτών».)
Ο ΘΕΡΜΑΪΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
Ο Κελλάριος όρμος στην περιοχή του Ποσειδωνίου, η παραλία της Σοφούλη, το στρατόπεδο Κόδρα, το κυβερνείο, η πλαζ και η μαρίνα της Καλαμαριάς, η παραμελημένη ακτή από την Κρήνη μέχρι και το αεροδρόμιο, αποτελούν ένα εξαιρετικό μέτωπο, του οποίου η ενιαία, διαδημοτική ανάδειξη θα άλλαζε το αστικό τοπίο της ανατολικής Θεσσαλονίκης. Ποια δικαιολογία μπορεί να σταθεί για τους σκουπιδότοπους που συναντά όποιος τολμήσει έναν περίπατο κατά μήκος αυτής της, δύσβατης σε πολλά σημεία της, ακτής; Ποιος θα ενδιαφερθεί; Ποιος θα προτείνει λύσεις; Εάν αυτά τα θέματα δεν τεθούν με αποφασιστικότητα ενόψει των αυτοδιοικητικών εκλογών, πότε θα τεθούν; Και από ποιον;
Η ΑΝΩ ΠΟΛΗ
Η Άνω Πόλη παραμένει θελκτική περιοχή για περιπλανήσεις και γνωριμία με την ψυχή της Θεσσαλονίκης, παρά τις πολεοδομικές βιαιότητες, τις ημιτελείς αναπλάσεις και το ασυγχώρητο, κατά τη γνώμη μου, λάθος της κατεδάφισης των προσφυγικών -που αποτελούσαν το τελευταίο οικιστικό σύνολο δείγμα της προσφυγικής λαϊκής αρχιτεκτονικής- στο όνομα της ανάδειξης του βυζαντινού τείχους. Ποιος, ωστόσο, μπορεί να είναι ικανοποιημένος από την κατάσταση που επικρατεί σε μία από τις πιο χαρακτηριστικές εικόνες της πόλης; Δεν υπάρχουν πλέον τα άλλοθι της πολυνομίας (υπαρκτής), της έλλειψης ενιαίου κέντρου αποφάσεων και όλων αυτών που κρατούν το χρόνο στη Θεσσαλονίκη σταματημένο. Ποιος θα παρουσιάσει σχέδιο ανατροπής των δικαιολογιών και θα παλέψει για αυτά που είναι αυτονόητα για άλλες πόλεις της Ευρώπης. Παράδειγμα η οδός Αλχημιστών της Πράγας αλλά και κάθε μικρή ή μεγαλύτερη καστροπολιτεία σε Ανατολή και Δύση.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11 Νοεμβρίου 2018