Εθνική ασφάλεια: Αρκετά με τη χαζοχαρούμενη «προοδευτικότητα»
Εάν είμαστε βέβαιοι ότι ο Ερντογάν απειλεί την Ελλάδα για λόγους εσωτερικής κατανάλωσης και στο τέλος κάποιος θα του τραβάει το αυτί, κανένα πρόβλημα! Μπορούμε να συζητάμε για τις ξαπλώστρες στην Ψαρρού. Εάν, όμως, δεν είμαστε και τόσο σίγουροι, χρήσιμο είναι να ξεκινήσουμε μία αντιδημοφιλή και εύκολα παρεξηγήσιμη συζήτηση: Την ενίσχυση της εθνικής ασφάλειας.
Και μάλλον πρέπει να την αρχίσουμε! Η άποψη ότι η Τουρκία μπορεί να εξημερωθεί με το δέλεαρ της συμμετοχής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αυτή που συμπυκνώθηκε στη Συμφωνία του Ελσίνκι, ήταν βάσιμη μέχρι τα μέσα της περασμένης δεκαετίας. Κατέστη επισφαλής από τότε που ο Ερντογάν άρχισε να βλέπει την Τουρκία ως στρατιωτική περιφερειακή δύναμη, προορισμένη να δεσπόσει στην Ανατολική Μεσόγειο και τον εαυτό του ως ηγέτη ενός αυταρχικού κράτους, κατά το πρότυπο του Πούτιν. Η ανακάλυψη των υδρογονανθράκων ήρθε να δώσει στην Τουρκία ένα ακόμη κίνητρο επιθετικότητας.
Την ίδια ώρα, οι υπερεθνικοί θεσμοί στους οποίους προσβλέπει η Ελλάδα δεν εμπνέουν ασφάλεια. Η Γερμανία έχει εγκαταλείψει την πολιτική Κολ, ότι πρέπει να αποτελεί την αθόρυβη ατμομηχανή της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και η προσήλωση του Βερολίνου στο ευρωπαϊκό όραμα υπό την έννοια των αξιών και όχι αποκλειστικά της οικονομίας είναι μικρότερη παρά ποτέ. Η Γερμανία δεν διστάζει πλέον να αποστεί των θέσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης έναντι της Ρωσίας και της Τουρκίας και το δημοσίευμα της «Bild» ότι η Μέρκελ απέκλεισε την Ελλάδα από τη διάσκεψη του Βερολίνου ύστερα από πιέσεις του Ερντογάν δεν φαίνεται παράδοξο. Οι προνομιακές σχέσεις που η εφημερίδα διατηρεί με το CDU και η πληροφόρηση από το περιβάλλον της καγκελαρίας, έστω και αν αυτή διατυπώνεται με κακής ποιότητος πρωτοσέλιδα, καθιστούν την πληροφορία πιθανότατα αληθή. Την ίδια ώρα το ΝΑΤΟ εξαρτάται από τις ΗΠΑ, οι οποίες, υπό την προεδρία Τραμπ, για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δεν τηρούν ούτε τα προσχήματα μιας ισόρροπης συμπεριφοράς έναντι της Τουρκίας και της Ελλάδος. Ο Νίκολας Μπερνς προειδοποίησε: Δεν είναι βέβαιο ότι οι ΗΠΑ θα επέμβουν σε περίπτωση θερμού επεισοδίου μεταξύ των δύο χωρών. Με λίγα λόγια, η Τουρκία είναι πολύ μεγάλη αγορά για να αφήσει αδιάφορη τη Γερμανία και πολύ κρίσιμη στρατιωτική δύναμη για να την αφήσουν οι ΗΠΑ να περάσει στην επιρροή της Ρωσίας.
Δεν έχει νόημα να ανακυκλώνουμε το σύνδρομο του αδικημένου. Έτσι είναι οι διεθνείς σχέσεις. Χρησιμότερο είναι να μην έχουμε άλλες αυταπάτες. Κανένας δανός μισθοφόρος δεν θα πολεμήσει για το Καστελλόριζο. Η Ελλάδα θα είναι ασφαλής μόνο εάν η ίδια ενδιαφερθεί για την ασφάλειά της. Αυτό, όμως, προϋποθέτει ότι η ελληνική κοινωνία θα εγκαταλείψει τη χαζοχαρούμενη ελαφρότητα με την οποία πορεύεται, δεκαετίες τώρα, στο θέμα αυτό. Και αντιστοίχως, η πολιτική πρέπει να πάψει να τρέχει πίσω από τις απαιτήσεις αυτής της καλοζωισμένης κοινωνίας, η οποία απαιτεί μικρότερη και μικρότερη στρατιωτική θητεία και τον κανακάρη δίπλα στο σπίτι της μαμάς, εξοδούχο κάθε μεσημέρι. Η οποία θεωρεί ότι αγοράζεις την ασφάλεια αυξάνοντας απλώς τον προϋπολογισμό των εξοπλισμών και συγχρόνως ειρωνευόμενη αυτόν γιατί αυτό θεωρείται «προοδευτικό» στα μπαράκια. Η οποία, επίσης, κοιτάζει με συμπάθεια τους Καρανίκες γιατί, στο κάτω κάτω, εάν δεν θέλεις να πιάσεις όπλο, ας πιάσουν άλλοι για σένα. Και η οποία με την συνεχή απαξίωση της εθνικής ασφάλειας δημιούργησε το υπόβαθρο ώστε στις ένοπλες δυνάμεις το δημοσιοϋπαλληλίκι να φθάσει σε επίπεδο ΑΔΕΔΥ -όποιος έχει ακούσει αξιωματικούς να συζητούν, ποδόσφαιρο - επίδομα - σύνταξη, καταλαβαίνει!
Μακάρι η Ελλάδα να μπορούσε να παριστάνει τη Σουηδία. Αλλά σ’ αυτήν τη γωνία του κόσμου όπου βρίσκεται, εάν θέλει να επιβιώσει, πρέπει να ακολουθήσει το πρότυπο του Ισραήλ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26 Ιανουαρίου 2020