Γιατί να δίνουν δάνεια οι τράπεζες;
Ας πάμε πίσω, στο 2005. Δύο καθηγητές με ίδιο οικογενειακό εισόδημα, ίδιες δαπάνες διαβίωσης, ίδιες επαγγελματικές προοπτικές, αναρωτιούνται εάν πρέπει να πάρουν στεγαστικό δάνειο. Ο ένας αποφασίζει να πάρει, με το σκεπτικό ότι όσα πληρώνει για ενοίκιο, θα τα πληρώνει ως δόση δανείου και στο τέλος θα του μείνει το σπίτι. Ο άλλος το αποφεύγει, επειδή δεν αισθάνεται βέβαιος ότι στα επόμενα είκοσι χρόνια το εισόδημά του θα είναι εγγυημένα τόσο ώστε να τα βγάζει πέρα.
Πέντε χρόνια αργότερα προκύπτει η οικονομική κρίση. Στην αρχή μειώνονται οι μισθοί, κατόπιν κόβονται και τα δώρα. Ο πρώτος σταματά να πληρώνει, εντάσσεται στο νόμο Κατσέλη, το κοντέρ σταματά να γράφει τόκους, το δικαστήριο ορίζει ότι θα πληρώσει το 80% της αντικειμενικής αξίας του σπιτιού σε είκοσι χρόνια και αυτό ήταν!
Ο δεύτερος που συμπεριφέρθηκε πιο συνετά, θα πληρώνει περισσότερα χρήματα για ενοίκιο από όσο ο πρώτος για δόση δανείου, δεν θα αποκτήσει ποτέ δικό του σπίτι και αν καθυστερήσει τρεις μήνες, ο ιδιοκτήτης μπορεί να τον βγάλει στο δρόμο. Ποιος αποδείχθηκε κορόιδο;
Για να αποκτήσει το πράγμα ακόμη μεγαλύτερη πλάκα, ο πρώτος από τους δύο καθηγητές έχει λόγο να αισθάνεται και αδικημένος. Όχι, βεβαίως, απέναντι στο συνάδελφό του που θα συνεχίσει να μένει στο νοίκι, αλλά απέναντι σε άλλους υπερχρεωμένους δανειολήπτες. Γιατί το παλμαρέ της νομολογίας είναι ανεξάντλητο, υπάρχουν περιπτώσεις ανθρώπων που χάρη στο νόμο Κατσέλη έσβησαν μέχρι την τελευταία δραχμή των χρεών τους, στεγαστικά, καταναλωτικά, διακοποδάνεια, αυτοκινητοδάνεια και καμιά δεκαριά πιστωτικές και τους έμειναν bonus σπίτι και αυτοκίνητο.
Πάντα στο όνομα της κοινωνικής ευαισθησίας, που στην προκειμένη περίπτωση δεν ήταν πρόνοια για όσους βρίσκονται στην άκρη του γκρεμού αλλά δώρο σε όσους πρόβλεψαν ότι ποτέ κανένα τμήμα του πολιτικού συστήματος δεν θα ταράξει τη νοοτροπία νηπιαγωγείου, με την οποία πορεύεται αυτή η χώρα. Κανένας δεν έχει την ευθύνη των ατομικών επιλογών του, στο τέλος πάντα επεμβαίνει το «κράτος - πατερούλης».
Η συζήτηση για τον «ηθικό κίνδυνο» από τέτοιες γενναιοδωρίες υπήρξε υπερπολυτέλεια στην Ελλάδα. Εξίσου και το ερώτημα «ποιος πληρώνει τα σπασμένα;». Σεισάχθεια υπόσχονταν οι απατεώνες. Για κάποιο λόγο που πιθανώς οφείλεται στον οικονομικό αναλφαβητισμό της ελληνικής κοινωνίας και την αδυναμία της να συνδέσει δύο σκέψεις μεταξύ τους, το σύνθημα «κανένα σπίτι στα χέρια τραπεζίτη» ακούστηκε συναρπαστικό στις πλατείες όπου δίδασκε ο καθηγητής Τσακαλώτος.
Όπου τραπεζίτης θεωρείτο κάποιος σαν τον Μr Dawers Sr. της «Dawes Tomes Mousley Grubbs Fidelity Fiduciary Bank», στη Μέρι Πόπινς, δηλαδή ένας τύπος τραπεζίτη που έπαψε να υπάρχει εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Σήμερα οι τράπεζες ανήκουν στους μετόχους, που καθένας κατέχει μηδέν κόμμα μηδέν κάτι του μετοχικού κεφαλαίου, απευθείας ή μέσω fund. Και κατά κάποιο τρόπο ανήκουν στους μικροκαταθέτες, που θα χάσουν τα χρήματά τους εάν αυτές πτωχεύσουν. Ακριβώς γι’ αυτό το σύνθημα «να πτωχεύσουν οι τράπεζες, όχι ο λαός» ήταν ανόητο για όσους δεν καταλάβαιναν και τυχοδιωκτικό για όσους πουλούσαν τρέλα.
Και το χειρότερο, κανένας δεν βάζει μυαλό. Ωραία ακούγονται τα πλουσιοπάροχα «πλαίσια προστασίας», φέρνουν και ψήφους, αλλά εάν η τράπεζα δεν έχει τη βεβαιότητα ότι θα πάρει πίσω τα χρήματα που δανείζει, προφανώς δεν θα χορηγήσει δάνειο. Τι σημαίνει αυτό για την οικονομία, θα μπορούσαν να το καταλάβουν ακόμη και οι θαμώνες των ρακομελάδικων της Καισαριανής. Έστω και με λίγη προσπάθεια.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31 Μαρτίου 2019