ΚΟΙΝΩΝΙΑ

Ιστορίες: Τα τρένα σταματούν στο Δοξαρά

Ένα τρένο σταματάει, καταμεσής του λαρισαϊκού κάμπου, στο Δοξαρά το 1924. Κάποιοι ληστές σκαρφαλώνουν πάνω του και το ξαλαφρώνουν από τη χρηματαποστολή την οποία μετέφερε. Μοιραίο σημείο θανάτου, για το 1972

 01/04/2023 08:00

Ιστορίες: Τα τρένα σταματούν στο Δοξαρά

Του Βασίλη Κεχαγιά

Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός ιδιότυπου ελληνικού γουέστερν. Το σκηνικό υπάρχει (ο κάμπος της Λάρισας -και πάλι), οι ληστές βγαλμένοι από την παράδοση του ’21, το τρένο πρωταγωνιστής. Ο σταθμός του Δοξαρά θα το ολοκλήρωνε με τον καλύτερο τρόπο, καθώς εκεί πραγματοποιήθηκε η «μεγάλη ληστεία του τρένου», πολύ πριν τη γνωστή, αγγλική εκδοχή της. Ήταν η 10η Απριλίου του 1924, για να χρησιμοποιηθεί το ίδιο σκηνικό, ως τραγωδία πλέον, στο τελευταίο -προ Τεμπών δυστύχημα- της πολύνεκρης σύγκρουσης τρένων. Τώρα πια, είχε φθάσει το 1972…

Τον Απρίλιο του 1924 η Ελλάδα ζούσε στα αποκαΐδια της Μικρασιατικής Καταστροφής και ανέπνεε τον κονιορτό της μόνιμης σύγκρουσης δημοκρατικών (για λογαριασμό τους, το πάνω χέρι σε ’κείνη τη φάση είχε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου) και βασιλικών. Άλλο ένα δημοψήφισμα ήταν στα σκαριά. Λένε ότι για τις ανάγκες του δημοψηφίσματος τούτου, η αμαξοστοιχία Αθηνών - Θεσσαλονίκης της 10ης Απριλίου μετέφερε μία χρηματαποστολή, ικανότατου ποσού, άνω των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών. 

Εκτός αυτού, στο τρένο επέβαινε ένας σημαντικός αριθμός σημαινόντων πολιτικών, όπως ο υπουργός Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, Ιωάννης Βαλαλάς, ο Σερραίος υπουργός Πρόνοιας Δημήτριος Πάζης, δικαστικοί, στρατιωτικοί, καθώς και άλλοι επίσημοι.

Κάπου κοντά στο χωριό Δοξαράς, ο μηχανοδηγός αντίκρισε στη μέση της γραμμής, ένα κόκκινο φως, κάτι που εσφαλμένα τον έκανε να σταματήσει. Τότε εφόρμησαν στο συρμό δεκαπέντε με είκοσι, οπλισμένοι με μάνλιχερ, άνδρες, οι οποίοι με φωνές και βρισιές σκαρφάλωσαν οι μισοί στα μπροστά βαγόνια και οι υπόλοιποι στα τελευταία. 

Πυροβολώντας τα τζάμια, άρχισαν να ξαφρίζουν τους επιβάτες, ιδίως τους επιφανείς. Απέσπασαν 900 δραχμές από τον εφοπλιστή Γουλανδρή και 5.000 από τον υπουργό Πάζη, σχίζοντας τις βαλίτσες, ακόμη και τους καναπέδες του τρένου. Φυσικά, οι σάκοι του τελευταίου βαγονιού αποτέλεσαν τον κεντρικό στόχο.

Πέρα από τη... φιλάνθρωπη επιστροφή κάποιων τιμαλφών, αλλά και ενός πεντακοσάρικου στον Πάζη, η όλη επιχείρηση είχε και πολιτικό χαρακτήρα. Οι ληστές φώναζαν πως ψάχνουν «τον ένα», τον υπουργό Εννόμου Τάξεως, τον Θόδωρο Πάγκαλο. Επικαλούμενοι, μάλιστα, την εν γένει στάση τους, απαιτούσαν από τον αξιωματικό του υπουργείου Δικαιοσύνης Τουρνάκη «να τους δοθεί αμνηστία». 

Ανάμεσα στον πανικό των επιβατών, θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος κωμικά ψήγματα, καθώς αποχωρώντας οι ληστές παρότρυναν τους επιβάτες να ψηφίσουν δημοκρατία, ώστε να τους δοθεί αμνηστία.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από τα ιστορικώς ενδιαφέροντα στοιχεία, διακρίνουμε το γεγονός της δίωρης αναμονής του πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Παπαναστασίου στο σταθμό του Κρανώνα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα. Η οδηγοί της πρωθυπουργικής αμαξοστοιχίας ενημερώθηκαν με -κυριολεκτικό- τηλεγράφημα για το συμβάν του Δοξαρά και με τη σειρά έδωσαν τα νέα στην πρωθυπουργική συνοδεία. 

Αμέσως άπαντες έσπευσαν πίσω στη Λάρισα, με το τρένο της ληστείας να ακολουθεί αυτό του Παπαναστασίου. Στον τελικό προορισμό ξεκίνησε ένας πρώτος κύκλος ανακρίσεων, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή να πληρωθούν τα απολεσθέντα αυθωρί και παραχρήμα, στο ακέραιο οι ξένοι επιβάτες και τα μισά οι Έλληνες.

Ας μη θεωρηθεί ότι σε ένα τέτοιο περιστατικό, οι πολιτικές αντιδράσεις και δηλώσεις διαφέρουν. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου σε δηλώσεις του έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας (… κάπως έτσι δε θα το διατυπώναμε σήμερα;) επέρριψε την ευθύνη της ληστείας στους βασιλικούς, οι οποίοι θέλησαν με την ενέργειά τους αυτή να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να επαναφέρει το στρατιωτικό νόμο. Συγχρόνως, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία ότι η επίθεση οργανώθηκε από τη συμμορία του Μπλαντέμη, γνωστών φιλοβασιλικών πεποιθήσεων.

Παρά τη χρηματική λεία, την οποίαν αποκόμισαν οι ληστές, η όλη δράση (επιστροφή κάποιων κοσμημάτων και χαρτονομισμάτων, έρευνες μόνο στην πρώτη θέση), θα παραμένει πάντοτε η αμφιβολία, μήπως ο κύριος στόχος ήταν ένα πολιτικό πρόσωπο, πιθανότατα ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Κατά τους άγραφους νόμους των ληστών της εποχής, υπήρξε σημείωμα με σφραγίδα και μελάνι, με τις υπογραφές Μπλαντέμης Κωνσταντίνος και Ευάγγελος Καζέλης.

Ο πρώτος σκοτώθηκε στην ενέδρα της σύλληψής του και ο δεύτερος θα αμνηστευθεί, μαζί με άλλους δύο από τους δράστες (γιατί, άραγε;). Τέσσερις από τους υπόλοιπους εννέα κατηγορούμενους θα καταδικαστούν σε θάνατο, στις 30 Μαρτίου του 1924, ποινή η οποία θα εκτελεστεί την αμέσως επόμενη ημέρα. 

Στο άκουσμα της απόφασης οι μελλοθάνατοι άρχισαν να επιτίθενται λεκτικά στους αθωωθέντες -και ιδίως σε κάποιον Ψαλλίδα- κατηγορώντας τους για προδοσία (κάτι που συνηθιζόταν στους κύκλους των ληστών, κατά το «ο θάνατός σου η ζωή μου». Θέλησαν να εκτελεστούν με τα μάτια ανοιχτά (έστω και κλαμένα), λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν είναι γυναίκες.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Στο πραγματικά μοναδικής αφηγηματικότητας βιβλίο του «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», ο Βασίλης Τζανακάρης μας παραθέτει την ακριβή δήλωση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός της ληστείας:

«Η πράξις ως εκ των ενδείξεων και άλλων πληροφοριών τας οποίας έχει η κυβέρνησις είναι πολιτική, δεν απέβλεπε κυρίως εις την Ληστείαν και εστρέφετο κατά της αμαξοστοιχίας δια της οποίας επέστρεφον. Η απόπειρα απέτυχε διότι η δική μας αμαξοστοιχία καθυστέρησε ώρας ολοκλήρους. Θα ήτο βεβαίως πολύ επιβλαβής δια τους πολιτικούς μας αντιπάλους εάν επετύγχανεν η απόπειρα κατά της αμαξοστοιχίας. Το παρελθόν είναι αρκετά διδακτικόν. Αναφέρω την απόπειραν κατά του κ. Βενιζέλου.

Δεν είναι λοιπόν κοινή ληστεία, αλλά στασιαστική απόπειρα διοργανωθείσα υπό αδιαλλάκτων στοιχείων του Συνταγματικού κόσμου. Εξ αυτού του λόγου πειθόμεθα Ούτι υπάρχουν αδιάλλακτα στοιχεία τα οποία εννοούν να παράσχουν πράγματα εις την γαλήνην της χώρας.

Αυτό όμως θα μας εδικαιολόγη να κηρύξωμεν τον Στρατιωτικόν νόμου εις όλην την Ελλάδα. Εν τούτοις όμως δεν τον κηρύττομεν αλλά θα τον επεκτείνωμεν μόνον μετά το Δημοψήφισμα (από Δευτέρας) και εις άλλα μέρη της Ελλάδος, όπως π.χ. εις Θεσσαλίαν και Στερεάν Ελλάδα. Λυπούμεθα βλέποντες την αδιαλλαξίαν των αντιθέτων η οποία θα μας αναγκάσει να αμυνθώμεν. Υπάρχουν εις τον συνταγματικών κόσμον εξαιρέσεις. Ούτω εξ όλων των αντιπολιτευομένων πολιτικών μόνον ο κύριος Μεταξάς μου έχει κάνει την εντύπωσιν ότι φέρεται πολτικώτερον των άλλων. Διότι και εις το ζήτημα της πολιτικής εκμεταλλεύσεως της Θρησκείας εστάθη μακράν της αναμείξεώς εις τας συζητήσεις».


Το δυστύχημα του Δοξαρά

Πάλι κοντά στη Λάρισα, πάλι στο σταθμό του Δοξαρά, πάλι το λάθος σταθμάρχη και κεντρικού συντονιστή. Γκέκας το επίθετο του πρώτου, 1972 η χρονιά της θανατηφόρας σύγκρουσης, δεκαεννιά οι νεκροί. Βροχερό μεσημέρι της 16ης Ιανουαρίου 1972, Κυριακής, η Ελλάδα περιμένει να αρχίσουν τα ματς, να ξεχαστεί για δύο ώρες. Από τη Θεσσαλονίκη κατεβαίνει το εξπρές «Ακρόπολις», το καμάρι του ΟΣΕ, με σταθμό αφετηρίας το Μόναχο. Επτά ώρες από τη συμπρωτεύουσα στην πρωτεύουσα, χρόνος εξαιρετικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η πόστα ή « μουτζούρης» απαιτεί διψήφιο αριθμό ωρών, αλλά τα πάντα είναι ρευστά, καθώς η γραμμή ανόδου-καθόδου είναι η ίδια και η παραμικρή καθυστέρηση αποτελεί το πρώτο πούλι ενός ντόμινο, με διασταυρώσεις και αναμονές.

Από την άλλη πλευρά έρχεται με τέσσερα βαγόνια όλα κι όλα η πόστα, το ένα «προοριζόμενον αποκλειστικώς δι’ οπλίτας». Πριν το «Ακρόπολις», το οποίο ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με καθυστέρηση δέκα λεπτών, διανύει τη διαδρομή για Αθήνα μία ταχεία αμαξοστοιχία, ενώ στον Παλαιοφάρσαλο μπαίνει στην αναμονή μια υπερταχεία που έρχεται από την Αθήνα. Τράφικ σε μία γραμμή και δύο μικρούς σταθμούς, των Ορφανών και του Δοξαρά. 

Το πρωτόκολλο προβλέπει συνάντηση του «Ακρόπολις» και της πόστας στα Ορφανά, λίγο μετά τη Λάρισα, στην κάθοδο. Οι σταθμάρχες μαλώνουν μεταξύ τους για το σημείο διασταύρωσης, καθώς ο εξ Ορφανών επιμένει πως διαθέτει μόνον τρεις γραμμές, κάτι που καθιστά αδύνατη την εφαρμογή των κανονισμών για τέσσερα τρένα. Ο διευθυντής κίνησης, στην Αθήνα, απαιτεί την τήρηση των κανονισμών και όταν πείθεται ότι κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατον, αναλαμβάνει να ειδοποιήσει αυτός τον Δοξαρά για τη μετάθεση της συνάντησης στο σταθμό του, κάτι που σημαίνει πως το «Ακρόπολις» έχει φύγει από τα Ορφανά. 

Ωστόσο, το τηλέφωνο Δοξαρά δεν απαντάει και ο «μουτζούρης» έλαβε σήμα εξόδου (γραπτό, από τότε παραμένει ο όρος της επικαιρότητας «τηλεγράφημα»), άρα η σύγκρουση προδιαγράφεται μοιραία. Δίχως καμία δυνατότητα επικοινωνίας των μηχανοδηγών μεταξύ τους, αλλά και με τους σταθμούς.

Από εκεί και πέρα, οι προσπάθειες του σταθμάρχη Ορφανών να προλάβει το συρμό, επιβιβαζόμενος σε ένα αγροτικό ή να ενεργοποιήσει με καθυστέρηση το σηματωρό δεν κατάφεραν να διορθώσουν την προβληματική συνεννόηση και να αποτρέψουν τους δεκαεννιά νεκρούς, που άφησαν τη ζωή τους στις ράγες. Λέγεται ότι ένας βοσκός είδε από ψηλά την επικείμενη σύγκρουση και άρχισε να ανεμίζει προειδοποιητικά την κάπα του, για να λάβει ως απάντηση ένα (από)χαιρετηστήριο κορνάρισμα από το μηχανοδηγό.

Κατά το ειωθός, η κατόπιν εορτής διόρθωση είχε να κάνει με την εγκατάσταση ασύρματης επικοινωνίας μεταξύ μηχανοδηγών και σταθμαρχών, ενώ η μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε ήταν αυτή των πέντε ετών χωρίς αναστολή στον Γκέκα και τριών ετών στο ρυθμιστή της κυκλοφορίας, στην Αθήνα.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1924

Μάρτιος, 10

Μεγάλη ληστεία τρένου, κοντά στο σταθμό του Δοξαρά, με πολλούς πολιτικούς και επίσημους για επιβάτες

Μάρτιος, 20

Ξεκινάει η δίκη των συλληφθέντων ληστών

Μάρτιος, 30

Ανακοινώνεται η απόφαση του δικαστηρίου για τους λήσταρχους

Μάρτιος, 31

Εκτελούνται οι τέσσερις που καταδικάστηκαν σε θάνατο

1972

Ιανουάριος, 16

Σύγκρουση τρένων στο σταθμό Δοξαρά, από λάθος του σταθμάρχη

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26.03.2023

Του Βασίλη Κεχαγιά

Θα μπορούσε να είναι ο τίτλος ενός ιδιότυπου ελληνικού γουέστερν. Το σκηνικό υπάρχει (ο κάμπος της Λάρισας -και πάλι), οι ληστές βγαλμένοι από την παράδοση του ’21, το τρένο πρωταγωνιστής. Ο σταθμός του Δοξαρά θα το ολοκλήρωνε με τον καλύτερο τρόπο, καθώς εκεί πραγματοποιήθηκε η «μεγάλη ληστεία του τρένου», πολύ πριν τη γνωστή, αγγλική εκδοχή της. Ήταν η 10η Απριλίου του 1924, για να χρησιμοποιηθεί το ίδιο σκηνικό, ως τραγωδία πλέον, στο τελευταίο -προ Τεμπών δυστύχημα- της πολύνεκρης σύγκρουσης τρένων. Τώρα πια, είχε φθάσει το 1972…

Τον Απρίλιο του 1924 η Ελλάδα ζούσε στα αποκαΐδια της Μικρασιατικής Καταστροφής και ανέπνεε τον κονιορτό της μόνιμης σύγκρουσης δημοκρατικών (για λογαριασμό τους, το πάνω χέρι σε ’κείνη τη φάση είχε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου) και βασιλικών. Άλλο ένα δημοψήφισμα ήταν στα σκαριά. Λένε ότι για τις ανάγκες του δημοψηφίσματος τούτου, η αμαξοστοιχία Αθηνών - Θεσσαλονίκης της 10ης Απριλίου μετέφερε μία χρηματαποστολή, ικανότατου ποσού, άνω των πεντακοσίων χιλιάδων δραχμών. 

Εκτός αυτού, στο τρένο επέβαινε ένας σημαντικός αριθμός σημαινόντων πολιτικών, όπως ο υπουργός Γενικής Διοικήσεως Μακεδονίας, Ιωάννης Βαλαλάς, ο Σερραίος υπουργός Πρόνοιας Δημήτριος Πάζης, δικαστικοί, στρατιωτικοί, καθώς και άλλοι επίσημοι.

Κάπου κοντά στο χωριό Δοξαράς, ο μηχανοδηγός αντίκρισε στη μέση της γραμμής, ένα κόκκινο φως, κάτι που εσφαλμένα τον έκανε να σταματήσει. Τότε εφόρμησαν στο συρμό δεκαπέντε με είκοσι, οπλισμένοι με μάνλιχερ, άνδρες, οι οποίοι με φωνές και βρισιές σκαρφάλωσαν οι μισοί στα μπροστά βαγόνια και οι υπόλοιποι στα τελευταία. 

Πυροβολώντας τα τζάμια, άρχισαν να ξαφρίζουν τους επιβάτες, ιδίως τους επιφανείς. Απέσπασαν 900 δραχμές από τον εφοπλιστή Γουλανδρή και 5.000 από τον υπουργό Πάζη, σχίζοντας τις βαλίτσες, ακόμη και τους καναπέδες του τρένου. Φυσικά, οι σάκοι του τελευταίου βαγονιού αποτέλεσαν τον κεντρικό στόχο.

Πέρα από τη... φιλάνθρωπη επιστροφή κάποιων τιμαλφών, αλλά και ενός πεντακοσάρικου στον Πάζη, η όλη επιχείρηση είχε και πολιτικό χαρακτήρα. Οι ληστές φώναζαν πως ψάχνουν «τον ένα», τον υπουργό Εννόμου Τάξεως, τον Θόδωρο Πάγκαλο. Επικαλούμενοι, μάλιστα, την εν γένει στάση τους, απαιτούσαν από τον αξιωματικό του υπουργείου Δικαιοσύνης Τουρνάκη «να τους δοθεί αμνηστία». 

Ανάμεσα στον πανικό των επιβατών, θα μπορούσε να διακρίνει κάποιος κωμικά ψήγματα, καθώς αποχωρώντας οι ληστές παρότρυναν τους επιβάτες να ψηφίσουν δημοκρατία, ώστε να τους δοθεί αμνηστία.


Ο ΙΣΤΟΡΙΚΟΣ

Από τα ιστορικώς ενδιαφέροντα στοιχεία, διακρίνουμε το γεγονός της δίωρης αναμονής του πρωθυπουργού Αλεξάνδρου Παπαναστασίου στο σταθμό του Κρανώνα, προκειμένου να επιστρέψει στην Αθήνα. Η οδηγοί της πρωθυπουργικής αμαξοστοιχίας ενημερώθηκαν με -κυριολεκτικό- τηλεγράφημα για το συμβάν του Δοξαρά και με τη σειρά έδωσαν τα νέα στην πρωθυπουργική συνοδεία. 

Αμέσως άπαντες έσπευσαν πίσω στη Λάρισα, με το τρένο της ληστείας να ακολουθεί αυτό του Παπαναστασίου. Στον τελικό προορισμό ξεκίνησε ένας πρώτος κύκλος ανακρίσεων, ενώ ο ίδιος ο πρωθυπουργός έδωσε εντολή να πληρωθούν τα απολεσθέντα αυθωρί και παραχρήμα, στο ακέραιο οι ξένοι επιβάτες και τα μισά οι Έλληνες.

Ας μη θεωρηθεί ότι σε ένα τέτοιο περιστατικό, οι πολιτικές αντιδράσεις και δηλώσεις διαφέρουν. Ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου σε δηλώσεις του έξω από το σιδηροδρομικό σταθμό της Λάρισας (… κάπως έτσι δε θα το διατυπώναμε σήμερα;) επέρριψε την ευθύνη της ληστείας στους βασιλικούς, οι οποίοι θέλησαν με την ενέργειά τους αυτή να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να επαναφέρει το στρατιωτικό νόμο. Συγχρόνως, άφησε να διαρρεύσει η πληροφορία ότι η επίθεση οργανώθηκε από τη συμμορία του Μπλαντέμη, γνωστών φιλοβασιλικών πεποιθήσεων.

Παρά τη χρηματική λεία, την οποίαν αποκόμισαν οι ληστές, η όλη δράση (επιστροφή κάποιων κοσμημάτων και χαρτονομισμάτων, έρευνες μόνο στην πρώτη θέση), θα παραμένει πάντοτε η αμφιβολία, μήπως ο κύριος στόχος ήταν ένα πολιτικό πρόσωπο, πιθανότατα ο Θεόδωρος Πάγκαλος. Κατά τους άγραφους νόμους των ληστών της εποχής, υπήρξε σημείωμα με σφραγίδα και μελάνι, με τις υπογραφές Μπλαντέμης Κωνσταντίνος και Ευάγγελος Καζέλης.

Ο πρώτος σκοτώθηκε στην ενέδρα της σύλληψής του και ο δεύτερος θα αμνηστευθεί, μαζί με άλλους δύο από τους δράστες (γιατί, άραγε;). Τέσσερις από τους υπόλοιπους εννέα κατηγορούμενους θα καταδικαστούν σε θάνατο, στις 30 Μαρτίου του 1924, ποινή η οποία θα εκτελεστεί την αμέσως επόμενη ημέρα. 

Στο άκουσμα της απόφασης οι μελλοθάνατοι άρχισαν να επιτίθενται λεκτικά στους αθωωθέντες -και ιδίως σε κάποιον Ψαλλίδα- κατηγορώντας τους για προδοσία (κάτι που συνηθιζόταν στους κύκλους των ληστών, κατά το «ο θάνατός σου η ζωή μου». Θέλησαν να εκτελεστούν με τα μάτια ανοιχτά (έστω και κλαμένα), λέγοντας χαρακτηριστικά ότι δεν είναι γυναίκες.


Ο ΑΥΤΟΠΤΗΣ ΜΑΡΤΥΣ

Στο πραγματικά μοναδικής αφηγηματικότητας βιβλίο του «Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν», ο Βασίλης Τζανακάρης μας παραθέτει την ακριβή δήλωση του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Παπαναστασίου, μόλις πληροφορήθηκε το γεγονός της ληστείας:

«Η πράξις ως εκ των ενδείξεων και άλλων πληροφοριών τας οποίας έχει η κυβέρνησις είναι πολιτική, δεν απέβλεπε κυρίως εις την Ληστείαν και εστρέφετο κατά της αμαξοστοιχίας δια της οποίας επέστρεφον. Η απόπειρα απέτυχε διότι η δική μας αμαξοστοιχία καθυστέρησε ώρας ολοκλήρους. Θα ήτο βεβαίως πολύ επιβλαβής δια τους πολιτικούς μας αντιπάλους εάν επετύγχανεν η απόπειρα κατά της αμαξοστοιχίας. Το παρελθόν είναι αρκετά διδακτικόν. Αναφέρω την απόπειραν κατά του κ. Βενιζέλου.

Δεν είναι λοιπόν κοινή ληστεία, αλλά στασιαστική απόπειρα διοργανωθείσα υπό αδιαλλάκτων στοιχείων του Συνταγματικού κόσμου. Εξ αυτού του λόγου πειθόμεθα Ούτι υπάρχουν αδιάλλακτα στοιχεία τα οποία εννοούν να παράσχουν πράγματα εις την γαλήνην της χώρας.

Αυτό όμως θα μας εδικαιολόγη να κηρύξωμεν τον Στρατιωτικόν νόμου εις όλην την Ελλάδα. Εν τούτοις όμως δεν τον κηρύττομεν αλλά θα τον επεκτείνωμεν μόνον μετά το Δημοψήφισμα (από Δευτέρας) και εις άλλα μέρη της Ελλάδος, όπως π.χ. εις Θεσσαλίαν και Στερεάν Ελλάδα. Λυπούμεθα βλέποντες την αδιαλλαξίαν των αντιθέτων η οποία θα μας αναγκάσει να αμυνθώμεν. Υπάρχουν εις τον συνταγματικών κόσμον εξαιρέσεις. Ούτω εξ όλων των αντιπολιτευομένων πολιτικών μόνον ο κύριος Μεταξάς μου έχει κάνει την εντύπωσιν ότι φέρεται πολτικώτερον των άλλων. Διότι και εις το ζήτημα της πολιτικής εκμεταλλεύσεως της Θρησκείας εστάθη μακράν της αναμείξεώς εις τας συζητήσεις».


Το δυστύχημα του Δοξαρά

Πάλι κοντά στη Λάρισα, πάλι στο σταθμό του Δοξαρά, πάλι το λάθος σταθμάρχη και κεντρικού συντονιστή. Γκέκας το επίθετο του πρώτου, 1972 η χρονιά της θανατηφόρας σύγκρουσης, δεκαεννιά οι νεκροί. Βροχερό μεσημέρι της 16ης Ιανουαρίου 1972, Κυριακής, η Ελλάδα περιμένει να αρχίσουν τα ματς, να ξεχαστεί για δύο ώρες. Από τη Θεσσαλονίκη κατεβαίνει το εξπρές «Ακρόπολις», το καμάρι του ΟΣΕ, με σταθμό αφετηρίας το Μόναχο. Επτά ώρες από τη συμπρωτεύουσα στην πρωτεύουσα, χρόνος εξαιρετικός, αν αναλογιστεί κανείς ότι η πόστα ή « μουτζούρης» απαιτεί διψήφιο αριθμό ωρών, αλλά τα πάντα είναι ρευστά, καθώς η γραμμή ανόδου-καθόδου είναι η ίδια και η παραμικρή καθυστέρηση αποτελεί το πρώτο πούλι ενός ντόμινο, με διασταυρώσεις και αναμονές.

Από την άλλη πλευρά έρχεται με τέσσερα βαγόνια όλα κι όλα η πόστα, το ένα «προοριζόμενον αποκλειστικώς δι’ οπλίτας». Πριν το «Ακρόπολις», το οποίο ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη με καθυστέρηση δέκα λεπτών, διανύει τη διαδρομή για Αθήνα μία ταχεία αμαξοστοιχία, ενώ στον Παλαιοφάρσαλο μπαίνει στην αναμονή μια υπερταχεία που έρχεται από την Αθήνα. Τράφικ σε μία γραμμή και δύο μικρούς σταθμούς, των Ορφανών και του Δοξαρά. 

Το πρωτόκολλο προβλέπει συνάντηση του «Ακρόπολις» και της πόστας στα Ορφανά, λίγο μετά τη Λάρισα, στην κάθοδο. Οι σταθμάρχες μαλώνουν μεταξύ τους για το σημείο διασταύρωσης, καθώς ο εξ Ορφανών επιμένει πως διαθέτει μόνον τρεις γραμμές, κάτι που καθιστά αδύνατη την εφαρμογή των κανονισμών για τέσσερα τρένα. Ο διευθυντής κίνησης, στην Αθήνα, απαιτεί την τήρηση των κανονισμών και όταν πείθεται ότι κάτι τέτοιο πρακτικά είναι αδύνατον, αναλαμβάνει να ειδοποιήσει αυτός τον Δοξαρά για τη μετάθεση της συνάντησης στο σταθμό του, κάτι που σημαίνει πως το «Ακρόπολις» έχει φύγει από τα Ορφανά. 

Ωστόσο, το τηλέφωνο Δοξαρά δεν απαντάει και ο «μουτζούρης» έλαβε σήμα εξόδου (γραπτό, από τότε παραμένει ο όρος της επικαιρότητας «τηλεγράφημα»), άρα η σύγκρουση προδιαγράφεται μοιραία. Δίχως καμία δυνατότητα επικοινωνίας των μηχανοδηγών μεταξύ τους, αλλά και με τους σταθμούς.

Από εκεί και πέρα, οι προσπάθειες του σταθμάρχη Ορφανών να προλάβει το συρμό, επιβιβαζόμενος σε ένα αγροτικό ή να ενεργοποιήσει με καθυστέρηση το σηματωρό δεν κατάφεραν να διορθώσουν την προβληματική συνεννόηση και να αποτρέψουν τους δεκαεννιά νεκρούς, που άφησαν τη ζωή τους στις ράγες. Λέγεται ότι ένας βοσκός είδε από ψηλά την επικείμενη σύγκρουση και άρχισε να ανεμίζει προειδοποιητικά την κάπα του, για να λάβει ως απάντηση ένα (από)χαιρετηστήριο κορνάρισμα από το μηχανοδηγό.

Κατά το ειωθός, η κατόπιν εορτής διόρθωση είχε να κάνει με την εγκατάσταση ασύρματης επικοινωνίας μεταξύ μηχανοδηγών και σταθμαρχών, ενώ η μεγαλύτερη ποινή που επιβλήθηκε ήταν αυτή των πέντε ετών χωρίς αναστολή στον Γκέκα και τριών ετών στο ρυθμιστή της κυκλοφορίας, στην Αθήνα.


Ημερολόγιο καταστρώματος

1924

Μάρτιος, 10

Μεγάλη ληστεία τρένου, κοντά στο σταθμό του Δοξαρά, με πολλούς πολιτικούς και επίσημους για επιβάτες

Μάρτιος, 20

Ξεκινάει η δίκη των συλληφθέντων ληστών

Μάρτιος, 30

Ανακοινώνεται η απόφαση του δικαστηρίου για τους λήσταρχους

Μάρτιος, 31

Εκτελούνται οι τέσσερις που καταδικάστηκαν σε θάνατο

1972

Ιανουάριος, 16

Σύγκρουση τρένων στο σταθμό Δοξαρά, από λάθος του σταθμάρχη

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 25-26.03.2023

ΣΧΟΛΙΑ

Επιλέξτε Κατηγορία