Και μία σταγόνα λάδι αν βάλεις στο καντήλι…
«Και μία σταγόνα λάδι αν βάλεις στο καντήλι της τέχνης είναι προσφορά», μου είχε πει μια φορά σε μία τηλεοπτική συνέντευξη στην ΕΡΤ3 ο αξέχαστος Σταύρος Κουγιουμτζής θυμίζοντάς μας μία ρήση του Στραβίνσκι.
Πολύτιμες «σταγόνες λάδι», όμως, φαίνεται μπορούν να βάλουν σήμερα και στο καντήλι της πολιτικής, άνθρωποι που υπήρξαν στο παρελθόν σημαντικές προσωπικότητες του δημοσίου βίου (δήμαρχοι μεγάλης πόλης, υπουργοί) από μικρότερες πια (φαινομενικά) θέσεις που σήμερα απλώς συμβολίζουν την αξία του να είσαι ενεργός πολίτης.
Σκέφτομαι πως εκτός από την έννοια και την ουσία της δια βίου μάθησης που έδωσε την ευκαιρία σε ανθρώπους της ώριμης ηλικίας να γλιτώσουν από την παραίτηση και τις χλωμές μέρες της απραξίας στη σύνταξη, να ανοίξουν νέους ορίζοντες στη ζωή τους, φαίνεται πως υπάρχει και η ευκαιρία της δια βίου ενεργού συμμετοχής στα κοινά.
Σε μίαν άλλη ηλικία, άνθρωποι που στο παρελθόν δέσποσαν με τις ιδέες τους και τις καινοτόμες προτάσεις τους για την αυτοδιοίκηση, δηλώνουν πως θέλουν να προσφέρουν στους νεότερους απλώς την εμπειρία τους και εκείνο το πάθος για συμμετοχή στα κοινά.
Δεν ανήκω σ’ αυτούς που εξεπλάγησαν ακούγοντας πως επιστρέφουν, ως απλοί υποψήφιοι δημοτικοί σύμβουλοι έστω, στα της αυτοδιοίκησης ο Γιάννης Μπουτάρης και ο Σπύρος Βούγιας.
Ο 80χρονος πρώην δήμαρχος που εξέφρασε κάποτε εμπράκτως έναν αέρα κοσμοπολιτισμού και το «άνοιγμα» της πόλης σε νέες ιδέες, νέες πρακτικές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και κυρίως το αίτημα της απαλλαγής από την συντηρητική εσωστρέφεια, τέσσερα χρόνια αφότου αποχώρησε από το δημαρχείο ετοιμάζεται να συμμετάσχει και πάλι στις αυτοδιοικητικές εκλογές, όχι όμως ως υποψήφιος δήμαρχος. Έχει πολλούς συμβολισμούς αυτή η κίνηση και τροφοδότησε ήδη πολλές συζητήσεις, όπως αντίστοιχα και του Σπύρου Βούγια που και αυτός πριν από 25 χρόνια είχε εκφράσει τη «νέα θέαση» και την άλλη άποψη και που συμπλήρωσε τρεις δεκαετίες στο δήμο Θεσσαλονίκης.
Είναι νωρίς να μιλήσει κανείς για «φαινόμενο» ή «τάση», αλλά ούτως ή άλλως ζούμε μέρες ταχύτατων αλλαγών στο πως προσλαμβάνει ο μέσος πολίτης την πολιτική στην εποχή των social media και της τεχνητής νοημοσύνης.
Γράφοντας στην αρχή του κειμένου για λόγια σοφά που άκουσα σε τηλεοπτική συνέντευξη θυμήθηκα και μία άλλη «στιγμή» μου σε εκπομπή. Πριν από αρκετά χρόνια είχαμε καταλήξει να καλέσουμε στην εκπομπή μας («Τρίτη Ματιά») από την κυβέρνηση έναν υφυπουργό και από την αξιωματική αντιπολίτευση έναν πρώην υπουργό που είχε περάσει ως υπουργός από το ίδιο υπουργείο. Δεν έχει σημασία να πούμε ποιος ήταν της ΝΔ και ποιος του ΠΑΣΟΚ αντίστοιχα. Ήταν τα χρόνια που τα δύο αυτά κόμματα εναλλάσσονταν στην εξουσία πριν μπει «σφήνα» το 2015 ο ΣΥΡΙΖΑ.
Ο πρώην υπουργός, λοιπόν, μας απάντησε πως «δεν είναι κομψό εκ μέρους μας» να τον καλούμε σε συζήτηση με υφυπουργό!
Και όταν επιμείναμε επικαλούμενοι την εμπειρία του και την αξία να ακουστούν εκατέρωθεν σοβαρά επιχειρήματα για ένα κρίσιμο θέμα του συγκεκριμένου υπουργείου που είχε αναστατώσει την κοινή γνώμη, μας… αποστόμωσε λέγοντας «κοιτάξτε, είναι θέμα μεγεθών». Και δεν ήρθε στην εκπομπή. Άλλα χρόνια. Αλλάζουν όλα εδώ κάτω με ορμή.
Αλλάζουν τόσο που βλέπουμε πια να μπαίνει και η Ελλάδα στον αστερισμό της λεγόμενης «μεταπολιτικής», με τα παραδοσιακά αλλά και τα νέα Μέσα να ασχολούνται αφιερώνοντας χώρο και χρόνο στον αριστερής ψυχοσύνθεσης και κουλτούρας αλλά «καπιταλιστικής» καθημερινότητας και επιχειρηματικής δράσης Στέφανο Κασσελάκη που τάραξε τα νερά στον ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος πορεύονταν με μίας άτονη… μέχρι χασμουρητών διαδικασία ανάδειξης του νέου ή της νέας αρχηγού του.
Ήδη στελέχη με πολλά χιλιόμετρα πολιτικής διαδρομής στους κόλπους της ριζοσπαστικής αριστεράς κάνουν υπαινικτικά λόγο για μία ταχύτατη μετάβαση του κόμματος σε λογικές «μεταπολιτικής» που θα οδηγήσουν σε καταστάσεις «μεταδημοκρατίας».
Άλλοι προχωρούν σε θεωρίες συνομωσίας ψάχνοντας για συμφέροντα που επεξεργάζονται σχέδια μετατροπής του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης σε αντίγραφο του Δημοκρατικού κόμματος των ΗΠΑ.
Εκτός όμως από τις όποιες πολιτικές αντιρρήσεις του Αριστείδη Μπαλτά, του Νίκου Φίλη του Τζανακόπουλου, υπάρχει και το κοινό της πλατείας. Που βλέπει έναν νέο, όμορφο -μέγα προσόν στα χρόνια της κυριαρχίας της εικόνας- καλοσπουδαγμένο με φιλοζωϊκές και άλλες ευαισθησίες που ταιριάζουν στο κορέκτ κλίμα της εποχής, να υπόσχεται πως θα είναι ο πιο αποτελεσματικός «αντί Μητσοτάκης».
Αυτό το «αντί» άλλωστε δεν το ζήσαμε κι άλλες φορές στη διάρκεια της Μεταπολίτευσης;
Η ΝΔ το 1984 έψαχνε έναν «αντί Ανδρέα» και τον βρήκε στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Μετά το 2015, ΝΔ και ΠΑΣΟΚ έψαχναν τον κατάλληλο για να αντιμετωπίσει τον νεαρό χαρισματικό Τσίπρα και τώρα ζητείται ο «αντί Κυριάκος»!
Ο Στ. Κασσελάκης βρήκε ρόλο και χώρο εύκολα στα ΜΜΕ και στους καφενέδες του διαδικτύου. Έγινε άκοπα πρωτοβάθμιο επικοινωνιακό γεγονός. Η πολιτική όμως ανοδική εξέλιξη και τα μόνιμα χαρακτηριστικά της είναι πολύ δύσκολη υπόθεση. Δεν ξέρουμε ακόμα το «ταβάνι» του φαινομένου. Η πολιτική ιστορία είναι γεμάτη από κατά καιρούς «πυροτεχνήματα»
Για το τέλος κρατώ μία μουρμούρα που έπιασε το ραντάρ μου και που είναι καυτή ερώτηση: Ο εξαφανιστείς επί δίμηνο Αλέξης Τσίπρας έβαλε το χεράκι του από την Καλιφόρνια όπου βρέθηκε στη δημιουργία του φαινομένου Κασσελάκη;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 03.09.2023