Καλλιστεία κοινωνικής ευαισθησίας
Ζημιά θα έχει, όφελος δεν θα έχει η κυβέρνηση από την ιστορία με το κοινωνικό μέρισμα. Έτσι γίνεται συνήθως όταν μοιράζεις χρήμα αλλά το χρήμα δεν φτάνει για όλους. Οι δυσαρεστημένοι είναι περισσότεροι.
Δυστυχώς, άλλαξαν πολλά σε σύντομο χρόνο στην ελληνική κοινωνία. Η γενιά των πατεράδων μας είχε φτώχεια, φτώχεια πραγματική, αλλά κανένας, ακόμη και ο πιο αδύναμος, δεν θεωρούσε ότι στις υποχρεώσεις του κράτους συμπεριλαμβάνεται και το «λεφτά στο χέρι». Γι΄ αυτό, το κοινωνικό μέρισμα ή κάτι τέτοιο, δεν αποτέλεσε αίτημα πολιτικής παράταξης ή πολιτικού χώρου στις πραγματικά δύσκολες εποχές. Οι άνθρωποι πορεύονταν όπως μπορούσαν, προστατεύοντας την αξιοπρέπειά τους και με αυστηρό έλεγχο από τον περίγυρο. Για τις ακραίες περιπτώσεις, υπήρχαν ιδρύματα. Λίγες δεκαετίες ληγμένης ιδεολογικής τροφής ήταν αρκετές για να αλλοιωθεί η σχέση του πολίτη με το κράτος και πρωτίστως με τον εαυτό του. Ο γιος εκείνου που ήθελε να ανοίξει η γη να τον καταπιεί εάν τυχόν βρισκόταν να μην έχει πληρώσει εισιτήριο στο λεωφορείο, έχει ιδεολογικοποιήσει το τζαμπατζιλίκι. Θεωρεί τη δωρεάν μεταφορά δικαίωμά του. Και η κόρη του πατέρα που ντρεπόταν να χρωστάει εκατό δραχμές, αξιώνει να μην πληρώσει το στεγαστικό, το διακοποδάνειο, το αυτοκινητοδάνειο και τις πιστωτικές κάρτες γιατί το κράτος οφείλει να προστατεύει την πρώτη κατοικία. Βρέξει – χιονίσει. Κάπως έτσι έγινε και στη μεγάλη κλίμακα. Ένα μεγαλύτερο -παρά ποτέ- μέρος της κοινωνίας θεωρεί το κοινωνικό μέρισμα όχι ευεργεσία αλλά δικαίωμα. Το απαιτεί. Και επειδή το ποσό δεν φτάνει και για τους πολύτεκνους, και για τις μονογονεϊκές οικογένειες, και για τους χαμηλοσυνταξιούχους, και για τα μικρά εισοδήματα και γενικώς για όλες τις ευάλωτες και «ευάλωτες» κοινωνικές ομάδες, στο τέλος περισσεύει η γκρίνια.
Εννοείται ότι και εδώ ο δημόσιος διάλογος είναι υπονομευμένος. Όποιος έχει αντιρρήσεις για το κοινωνικό μέρισμα είναι «ανάλγητος», «νεοφιλελεύθερος», «ελίτ» και τίθεται εκτός συζητήσεως. Δικαίωμα να μιλούν έχουν μόνο οι «φίλοι του λαού». Τον περασμένο Φεβρουάριο, μιλώντας στη Θεσσαλονίκη, ο Σημίτης επέκρινε την πολιτική των επιδομάτων, λέγοντας ότι σε μία χώρα με εκτεταμένη φοροδιαφυγή, όπου μεγάλο μέρος του πληθυσμού δουλεύει «μαύρα» και δηλώνει εισόδημα μηδέν, τα επιδόματα πρέπει να δίνονται προσεκτικά, ώστε να πιάνουν τόπο. Εκ μέρους του «προοδευτικού κόσμου» ανέλαβε να του απαντήσει ο Τσακαλώτος. Είπε ότι τίποτε δεν διδάχθηκε ο Σημίτης από την κρίση. Κάτι που ασφαλώς άγει στο συμπέρασμα ότι, αντιθέτως προς τον Σημίτη, ο ίδιος διδάχθηκε από την κρίση και το δίδαγμα είναι ότι φτάσαμε στο χείλος της πτώχευσης επειδή δεν μοιράζαμε αρκετά επιδόματα. Φυσικά και είχε δίκιο ο Σημίτης. Το «πάρε κόσμε» κλέβει από τους φορολογούμενους, επιβραδύνει την ανάπτυξη, προκαλεί τον λεγόμενο «ηθικό κίνδυνο» και αποδυναμώνει τα αντανακλαστικά ενός κόσμου που μαθαίνει να τα περιμένει όλα από το κράτος. Μια χώρα όπου η εκδοχή του Κράτους – Πατερούλη αποτελεί ιθύνουσα αντίληψη ή, πάντως, έχει τόσο μεγάλη αποδοχή, δύσκολα θα επιβιώσει μέσα σε έναν κόσμο που γίνεται όλο και πιο ανταγωνιστικός.
Δεν ήταν υποχρεωμένη η κυβέρνηση να μοιράσει κοινωνικό μέρισμα. Ούτε είναι απαραίτητο ο πρωθυπουργός να παριστάνει τον Άγιο Βασίλη ανταγωνιζόμενος τον προηγούμενο σε καλλιστεία κοινωνικής ευαισθησίας. Το ποσό που προέκυψε από την υπερφορολόγηση θα μπορούσε να διατεθεί στην εκπαίδευση, τα νοσοκομεία, την έρευνα. Ή ακόμη και στην κοινωνική μέριμνα αλλά για την ενίσχυση θεσμών. Όχι σε τσέπες. Ακόμη περισσότερο, θα μπορούσε να διατεθεί στην εθνική άμυνα. Ειδικά τώρα που η τουρκική επιθετικότητα δεν κρύβεται και μόνο ανόητοι μπορούν να πιστεύουν ότι θα έρθουν Δανοί και Ολλανδοί μισθοφόροι για να προστατεύσουν τα σύνορά μας. Αλλά ποιος διακινδυνεύει να τον πουν μιλιταριστή;
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 8 Δεκεμβρίου 2019