Καλοκαίρι
Μόλις κλείνανε τα σχολεία, κάθε Ιούνιο, φορτώναμε σχεδόν όλο μας το σπίτι σε ένα φορτηγό και πηγαίναμε να παραθερίσουμε, όπως λεγόταν τότε οι διακοπές, σε ένα σπίτι που νοικιάζαμε σε ένα παραθαλάσσιο χωριουδάκι της Καβάλας. Δεν υπήρχαν τότε επιπλωμένα δωμάτια ή σπίτια και έτσι, στην κυριολεξία, κουβαλούσαμε όλο μας το σπίτι της Δράμας! Η παραθέριση διαρκούσε τρεις μήνες, μέχρι να ανοίξουν τα σχολεία. Ονειρεμένες εποχές!
Η ζωή μας τα καλοκαίρια έμοιαζε με το παραμύθι των αδελφών Γκριμ, όπου μολονότι οι μικρές πριγκίπισσες πάνε για ύπνο στα κρεβατάκια τους, το πρωί τα παπούτσια τους είναι λιωμένα απ’ το χορό! Το σπίτι μας ήταν δίπλα στη θάλασσα.
Το χωριό πανέμορφο, στην αγκαλιά ενός κόλπου, μικρό και χρυσογάλανο. Παιδική αλητεία, παρέες καλοκαιρινές, συναπαντήματα, αταξίες, τα αγόρια, ο Τάκης συνελήφθη να καπνίζει, σκαρφάλωμα στο βουνό, μπάνια, ξυπολυταρία και «κασκορσέ» (φανελάκι), ο Πέτρος βούτηξε στη δεξαμενή της ταράτσας όπου μάζευαν βρόχινο νερό και έφαγε το ξύλο της χρονιάς του, πολύ μεγάλα πλατάνια με απέραντη δροσιά και τιτιβίσματα τόσα, που σε ξελόγιαζαν σε συνομιλία με το φλοίσβο του κύματος, τζιτζίκια και κυρίως τα βραχάκια, να μαζεύουμε κοχύλια, να μαθαίνουμε τη θάλασσα, να αναπνέουμε την αλμύρα της, να γευόμαστε τη δροσερή, μαυλιστική αγκαλιά της. Πολλά παιδιά, θυμάμαι δύο κοριτσάκια, αδελφές, που πρόσεχαν, πάντα, πολύ, πασαλείβονταν με νιβέα (εμείς είχαμε γίνει σαν τα γυφτάκια), δίπλωναν τα ρούχα τους πάντα, πριν να πέσουν στη θάλασσα, έπιναν αδιαμαρτύρητα, κάθε απόγευμα, κατσικίσιο γάλα και άλλα τέτοια!
Εγώ έγραφα με μεγάλη επιμέλεια ημερολόγιο, συνήθεια που την κρατάω ακόμη πού και πού, τώρα πια. Οι ντόπιοι ασχολούνταν με τα καπνά, είχαν υπέροχους μπαξέδες με υπέροχα ευωδιαστά λαχανικά, που μας τα προσφέραν αφειδώς μέσα σε καλαθάκια και τα φρούτα ήταν πάντα «να, μόλις τα κόψαμε απ’ το δέντρο, απ’ το μποστάνι...». Τρώγαμε κολοκυθοκορφάδες, κολοκυθάκια τηγανητά, κολοκυθάκια γεμιστά! Στο χωριό υπήρχε πλησμονή κολοκυθιών και φρέσκων ψαριών! Κάναμε και ’μείς ότι ψαρεύαμε με δόλωμα πεταλίδες!
Συνέβαιναν διάφορα εν τω μεταξύ! Η κολλητή μου ερωτεύτηκε συγχρόνως τρεις, το παιδί του καφενείου που μας κερνούσε βανίλιες, τον νεαρό κοινοτάρχη που μας φώναζε στο τηλέφωνο και κάποιον που τον είδε μια φορά στα βραχάκια και δεν τον ξαναείδε! Εγώ δοκίμασα πρώτη φορά ουίσκι στα βραχάκια και είχα αφήσει την αγάπη μου στη Δράμα... Τα αγόρια παράβγαιναν στις βουτιές και ο Λάκης έπιασε με τα χέρια του ένα χταπόδι! Πολλά, πάρα πολλά συνέβαιναν τις ονειρικές και λίγο μαγικές εποχές, όπου όλα είναι πρωτόγνωρα! Όμως το καλοκαίρι είναι μακρύ και θα τα ξαναπούμε!
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15-16 Ιουνίου 2019