Καλοκαιρινές ιστορίες
Όλα ήταν όμορφα, γαλήνια και υπέροχα, και λουσμένα σε εκείνο το χρυσοκίτρινο φως της ηλικίας εκείνης, που το παρόν σου ήταν οι τωρινές σου αναμνήσεις, οι μέρες και οι νύχτες έμοιαζαν ακίνητες και μαγεμένες και υπήρχε ατέρμονος χρόνος για όλα, για φιλίες, για έρωτες, για παιγνίδια, για δράματα, για ονειροδράματα, για μάγια, για διαβάσματα, για βουτιές, για αταξίες και προ παντός για μυστικά!
Εκεί σε εκείνο το χωριουδάκι, που παραθερίζαμε και είχε κάτι από παράδεισο. Οι μέρες κυλούσαν με απίστευτη πυκνότητα χρόνου και καταστάσεων, αισθήματα και πράγματα πρωτόγνωρα.
Όλο το καλοκαίρι περιμέναμε, θυμάμαι, το πανηγύρι τον Δεκαπενταύγουστο, για να αγοράσουμε δαχτυλιδάκια με ψεύτικες αστραφτερές πέτρες, μαντίλια χρωματιστά, χάντρες για κολιέ, και μύρια όσα αστραφτερά υπήρχαν στους πάγκους των πραματευτάδων και μας έπαιρναν το μυαλό, στην κυριολεξία μάς ξεμυάλιζαν.
Βεβαίως, η μεγάλη αναμονή ήταν να δούμε το βράδυ τις ντιζέζ να τραγουδάνε και να φοράνε εκείνα τα ονειρικά φουστάνια με τα τούλια και τους ταυτάδες, τα βραχιόλια και τις μέσες δαχτυλίδια, τα εξώπλατα, που ήταν πολύ τολμηρά για τους άντρες του χωριού, τα κόκκινα κραγιόν, τις ματιές, τα τραγούδια...
Εδώ πρέπει να πω ότι οι άνθρωποι στο χωριό δεν απολάμβαναν τη θάλασσα, δεν κάνανε θαλάσσια μπάνια, όπως εμείς, που ξεκατινιαζόμασταν και με το ζόρι, πάντα και φωνές, βγαίναμε από τη θάλασσα!
Η δε ηλιοθεραπεία, αυτό το «να μαυρίσουμε λίγο» δεν ξέρω πώς τους φαινότανε, γιατί πολλές φορές κρυφογελούσαν, όταν το λέγαμε και μας λέγανε «α, αφού έτσι σας αρέσει, καλά κάνετε...»! Το πανηγύρι λοιπόν θριαμβευτικό και ονειρώδες, σαν θέατρο, ερχόταν να μας πάρει στα φτερά του και να μας απογειώσει! Τα είχε όλα, τραγουδιστές και ντιζέζ, θέατρο για παιδιά, μοσχοβολιστά γλυκά της ώρας, ακροβατικά με ημίγυμνες ακροβάτισσες με ανάλογους παρτενέρ, πάγκους με ό,τι ήθελε η ψυχή σου σε κοσμήματα και κολιέδες, χάρτινα καπελάκια, κούκλες μέσα στα κουτιά τους, μερικές έκαναν «ουά» άμα τις κουνούσες, σωροί από αστραφτερές, ψεύτικες χάντρες, λιχουδιές όλων των ειδών, αχ, έχανε η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα!
Και ζογκλέρ, βεβαίως, και δύο νάνοι, ναι νάνοι, όχι σαν εκείνους της Χιονάτης του Ντίσνεϊ, αλλά πάντως νάνοι! Και μια φορά μία από τις ντιζέζ ερωτεύτηκε τον γιο της νοικοκυράς μας... Ονειρόδραμα! Αυτήν την ιστορία και κάποιες άλλες θα σας τις πω όσο διαρκεί το καλοκαίρι.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 30 Ιουνίου 2019