Μείωση των ανισοτήτων ή ισοπέδωση προς τα κάτω;
Αναλογίζομαι πόσο μακρύ είναι το διάστημα μέχρι τις εθνικές εκλογές, είτε γίνουν τον Μάιο είτε, ακόμα χειρότερα για την οικονομία, το φθινόπωρο του 2019. Πάντα στη χώρα αντιμετωπίζαμε μεγάλες αντιπαραγωγικές προεκλογικές περιόδους, αλλά η τρέχουσα, και με δεδομένη τη χρονική συγκυρία, μπορεί να εκκολάψει καινούργιους κινδύνους.
Οι μήνες που πέρασαν από την τυπική λήξη των μνημονίων δεν αποδίδουν όσα θα επιθυμούσαμε σε εθνική αισιοδοξία για το μέλλον της χώρας.
Και πώς αυτό θα μπορούσε να γίνει, όταν συστηματικά αποφεύγουμε τους απολογισμούς αλήθειας.
Από ποιο σημείο ξεκινήσαμε το 2010, τι κερδίσαμε, ποιες απώλειες καταγράψαμε. Ποιες πολιτικές μπορούν να μας αποτρέψουν από ανάλογους κινδύνους του μέλλοντος. Και κυρίως πόσα πράγματα ακόμα έχουμε να κάνουμε, όπως τον εκσυγχρονισμό του δημοσίου, την ενίσχυση της αριστείας ΠΑΝΤΟΥ, την αναβάθμιση του νομοθετικού έργου που έχει οδηγήσει σε ένα χάος πολυνομίας, την επιδίωξη ενός σταθερού ασφαλιστικού και φορολογικού συστήματος, την ενίσχυση της παιδείας και της έρευνας.
Τα κόμματα είναι λογικό να έχουν διαφορετικά στρατηγικά σχέδια για την ανάπτυξη (άλλως δεν χρειάζεται να υπάρχουν). Αλλά τα σχέδια αυτά πρέπει να είναι συγκεκριμένα, εύληπτα, με στοχογράμματα και προτεραιότητες διατηρήσιμης ανάπτυξης και όχι απλώς επιδιώξεις δημοσιονομικών πλεονασμάτων. Και αυτό αφορά και την παρούσα αλλά και τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Θα σταθώ στο θέμα της «μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων», στόχος καθολικά και διακομματικά αποδεκτός, τουλάχιστον θεωρητικά Από την αριστερή παράδοση των κοινωνικών αγώνων μέχρι το κοινωνικό κράτος του 20ού αιώνα στη σοσιαλδημοκρατική αλλά και τη χριστιανοκοινωνική Δύση. Η ερώτηση ωστόσο που τίθεται είναι μείωση σε σχέση με ποιους. Ή διαφορετικά, μείωση ανισοτήτων ή ισοπέδωση προς τα κάτω;
Καμία επιδοματική πολιτική δεν μπορεί να καυχηθεί ότι αντιμετωπίζει τις κοινωνικές ανισότητες όταν δεν αναμετράται με τις αιτίες που την προκαλούν. Στην Ελλάδα της μετα-κρίσης, ένα μικρό ποσοστό -που δεν υπερβαίνει το 20%- των πολιτών πληρώνει περισσότερο από το 90% των φόρων. Δεν χρειάζονται μεγάλες αναλύσεις για να συμπεράνουμε ότι σβήνει η λεγόμενη «μεσαία τάξη», ιδιαίτερα το τμήμα αυτής που δηλώνει και πληρώνει.
Πρόκειται ακριβώς για τον εν δυνάμει παραγωγικό πληθυσμό που, πέρα από οικονομικο-ιδεολογικές προσεγγίσεις, αποτελεί αδιαμφισβήτητα το μέτρο ποιότητας της ανάπτυξης και του επιπέδου ζωής μιας χώρας. Αβίαστο και το συμπέρασμα ότι η φοροδιαφυγή ευημερεί και μαζί της προφανώς και ο παράνομος πλούτος. Με τα επιδόματα βοηθάμε τους πραγματικά φτωχούς να αναβαθμίσουν τη ζωή τους και να πλησιάσουν το επίπεδο μίας μεσαίας τάξης, ή οδηγούμε τα «μεσαία στρώματα» στο επίπεδο των σημερινών φτωχών; Οι κοινωνικές ανισότητες αμβλύνονται με δομικές αλλαγές που διασφαλίζουν την αποτροπή αναπαραγωγής τους και όχι με προεκλογικά φιλοδωρήματα. Η διαφορετικά, κατά το γνωστό κινεζικό δίδαγμα, «δώσε στον άνθρωπο ψάρι και θα τον χορτάσεις μία φορά. Μάθε τον να πιάνει ψάρια και θα είναι χορτασμένος για πάντα».
Αναδιανομή ναι, αλλά με σχέδιο μέλλοντος.
ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΗΣ ΦΤΩΧΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Η κυβέρνηση που μοιράζει τα κέρδη που πετυχαίνει από όσους παλεύουν με τις δόσεις της εφορίας, ως εύποροι, σε ευκαιριακά επιδόματα στους φτωχούς, έχει υποχρέωση να δώσει τα πλήρη στοιχεία της φτώχειας στην Ελλάδα. Πόσοι ξεπερνούν πραγματικά με τα επιδόματα τον κίνδυνο της φτώχειας και πόσοι, ανήκοντες στο παρελθόν στη μεσαία τάξη, αντιμετωπίζουν, ως νεόπτωχοι, τον ίδιο κίνδυνο.
Και η αντιπολίτευση έχει την ίδια υποχρέωση να απαντήσει στο υπαρκτό, και όχι μόνο στην Ελλάδα, πρόβλημα της αύξησης υπερσυγκέντρωσης πλούτου σε λίγους που γεννά μείζονα θέματα ανισότητας. Ή διαφορετικά, με ποιες πολιτικές μπορεί να ζει αξιοπρεπώς από την παραγωγή η πλειονότητα του πληθυσμού, ώστε να τροφοδοτεί αναδιανεμητικές πολιτικές για τους πραγματικά φτωχούς; Αλλιώς θα κυνηγάμε αενάως την ουρά μας. Και θα μισούμε ο ένας τον άλλο για τα εισοδήματά του και τις πηγές προέλευσής τους.
ΑΛΛΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΟ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ ΤΩΝ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ
Πράγματι πετυχαίνουμε δημοσιονομικά πλεονάσματα, που ξεπερνούν τις μνημονιακές δεσμεύσεις. Τα πετυχαίνουμε ακριβώς από την εξόντωση αυτών που πληρώνουν. Του 20% του πληθυσμού. Αλλά τι είναι αυτό το πλεόνασμα σε μία χώρα που το δημόσιο χρέος ξεπερνά τα 320 δισ. ευρώ και παραμένει το μεγαλύτερο στην Ευρώπη. Και με ποια κριτήρια αποφασίζουμε τη διανομή του;
Τα ερωτήματα είναι δυσάρεστα. Αλλά έχουμε υποχρέωση να τα απαντήσουμε εάν επιθυμούμε, πέραν των άλλων, και ένα ελάχιστο διαγενεακής δικαιοσύνης. Δεν αρκεί να ανταποκριθούμε στις δεσμεύσεις μας έναντι των δανειστών. Ούτε μόνο στις τρέχουσες ανάγκες μας. Αλλά να οργανώσουμε ένα σχέδιο παραγωγής πλούτου που θα διασφαλίζει τα κοινωνικά δικαιώματα και της επόμενης γενιάς. Ένα ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ.
ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΨΗΦΙΑΚΟ ΧΑΣΜΑ
Πόσο αλήθεια στοιχίζει σε εργατοώρες και άσκοπες μετακινήσεις, δηλαδή στην πραγματική οικονομία αλλά και στο περιβάλλον, η ταλαιπωρία των πολιτών από τη γραφειοκρατία, που παραμένει αθάνατη; (Και τον εκνευρισμό, πώς τον μετράς;).
Έπειτα από δέκα χρόνια αδυσώπητης λιτότητας και ύφεσης -και μερικά δισεκατομμύρια σπαταλημένων πόρων -τίθεται το θέμα της ψηφιακής αναβάθμισης της χώρας που βρίσκεται στην 27η θέση μεταξύ των 28 κρατών-μελών της Ε.Ε. και με τις δημόσιες υπηρεσίες, ειδικότερα, στην τελευταία θέση.
Το σημαντικότερο, που έπρεπε να έχει ολοκληρωθεί με πρωτοβουλία δική μας, και όχι με προτροπή των δανειστών, είναι η περιβόητη ενοποίηση των βάσεων δεδομένων των δημοσίων υπηρεσιών - ΕΦΚΑ, εφορίας, κτηματολογίου, ΟΤΑ- για την αποφυγή, πέραν των άλλων, και των πολλαπλών κατασχέσεων που αντιμετωπίζουν πολλοί πολίτες χωρίς φοροδοτική ικανότητα, όπως καταδεικνύεται σε πρόσφατη έκθεση του Συνηγόρου του Πολίτη.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 18 Νοεμβρίου 2018