Ως συνήθως, στρουθοκαμηλίζουμε
Και πάλι πέσαμε από το ροζ συννεφάκι μας. Και πάλι ωρυόμαστε για «ανθρωπόμορφα κτήνη», για «κυκλώματα», για «κουκούλωμα». Και πάλι ζητούμε «παραδειγματικές τιμωρίες» και «ξέπλυμα της σαπίλας». Και πάλι στέλνουμε στην πυρά παιδεραστές, μαστροπούς, πελάτες, αστυνομικούς, δικαστές και «επώνυμους», χωρίς προηγουμένως να ξύσουμε λιγάκι την επιφάνεια. Αρκούν οι εκ του καναπέ μας «έκφραση οργής» και «απερίφραστη καταδίκη», περισσότερη εμβάθυνση είναι περιττή. Κάποιοι, κάπου είναι κακοί, κάνουν κακά πράγματα, αλλά δεν εξαφανίζονται από προσώπου γης με αποκλειστική ευθύνη των αρμοδίων και των σκοτεινών πατρόνων τους.
Ως συνήθως, στρουθοκαμηλίζουμε. Κάθε έγκλημα εντάσσεται σε συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο, το οποίο συγκαθορίζουμε όλοι. Κρίνοντας από την τρέχουσα ειδησεογραφία μα και από την καθημερινότητα, οι Έλληνες είμαστε επιρρεπείς στην έμφυλη βία, στην παιδεραστία, στους βιασμούς, στο σχολικό μπούλινγκ, στη φθορά ξένης ιδιοκτησίας, στην εξύβριση, στην παντελή αδιαφορία για το δημόσιο χώρο, στη γενικότερη περιφρόνηση του νόμου μα και πλείστων απλών κοινωνικών συμβάσεων. Συμπεριφορές πολύτιμες για την ομαλή μεταξύ μας συμβίωση, όπως ο σεβασμός, η ευγένεια και η κοσμιότητα έχουν συλλήβδην απορριφθεί από πολύ μεγάλο μέρος της κοινωνίας μα και της διανόησης ως… συστημικά. Το νοιάξιμο καταδικάζεται ως… χώσιμο. Το άλλοτε καθοριστικό «καλό όνομα» αποτελεί πλέον ένα λεπτότατο μανδύα, που συχνά αφαιρείται τελείως μετά από μία στοιχειωδώς προσεκτική εξέταση στην περίπτωση του ευυπόληπτου επιχειρηματία και οικογενειάρχη, μερικά κομποσκοίνια και φωτογραφίες με πολιτικούς εξασφάλιζαν το να μη βλέπει και να μην ακούει τίποτα ο περίγυρος, ενώ για τη μητέρα αρκούσαν η φτώχεια και τα πολλά παιδιά της.
Ωστόσο, ο περίγυρος ούτε βλέπει ούτε ακούει όχι επειδή δε μπορεί, μα επειδή δε θέλει. Εγκλωβισμένοι στο μικρόκοσμό μας, πρακτικά αδιαφορούμε για οτιδήποτε γίνεται γύρω μας, ενώ αν τυχόν κάτι υποπέσει στην αντίληψή μας το αντιμετωπίζουμε με δυσπιστία και ηθικό σχετικισμό. «Έτσι όπως ντυνόταν, τα ’θελε», «σε ορισμένες αρέσει το ξύλο», «ψέματα λέει το παλιόπαιδο», «δε ξέρω εσείς τι λέτε, εμένα πάντως μου μιλά πολύ ευγενικά», «δε μας αφορά το θέμα», «παιδιά είναι, δεν πειράζει», «αντί να πιάσουν κάνα κλέφτη, κυνηγάνε εμάς για δυο λεπτά παρκάρισμα (σε θέση αναπήρου)»: όλες οι παραπάνω φράσεις μάς είναι εντελώς οικείες, είναι ίσως οι συνηθέστερες όταν συζητάμε για την ηθική μας κατάπτωση. Κι όμως, παρά το μιθριδατισμό μας, εξανιστάμεθα κάθε λίγο και λιγάκι στο άκουσμα ειδήσεων σαν αυτών από τον Κολωνό, αρνούμενοι ν’ αντιληφθούμε τη δική μας υπαιτιότητα. Εγωπαθείς, κυνικοί, ξιπασμένοι, επιπόλαιοι, φιλήδονοι, ευθυνόφοβοι, στερούμενοι ενσυναίσθησης, ασυνεπείς γονείς, ηθικολόγοι και όχι ηθικοί, δεισιδαίμονες και όχι πιστοί, πατριώτες στα λόγια κι όχι στην πράξη, αμέριμνοι φλυαρούμε πηγαίνοντας προς το γκρεμό.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 16.10.2022