Όταν ο Γκόρτσος εμπνέει τον Τσίπρα
«Ο κ. Μητσοτάκης δε θέλει να συγκρουστεί με την εκλογική του πελατεία, και συμπεριφέρεται σαν Γκόρτσος την ώρα της πανδημίας», ανάρτησε στο twitter ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, στις 4 Νοεμβρίου 2021.
Ήταν μία πολύ ενδιαφέρουσα παρατήρηση. Κυρίως διότι ο κ. Τσίπρας δείχνει ότι και βλέπει ταινίες και διαβάζει πίσω από τα σενάρια. Άλλωστε τι ήταν ο Γκόρτσος; Ένα σενάριο ήταν, στο οποίο ο Κώστας Πρετεντέρης δεν του εξασφάλισε καν αυτοπρόσωπη παρουσία στην ταινία «Τζένη Τζένη», όπου Γκόρτσο ακούμε και Γκόρτσο δεν βλέπουμε.
Γνωρίζουμε ότι ήταν ηλικιωμένος και είχε ως σύμβολο τη μαγκούρα, είχε εξασφαλίσει έναν ισχυρό αλλά μη διεφθαρμένο κομματάρχη, τόσο ισχυρό, που μπορούσε να χειραγωγεί τους ψηφοφόρους, δίχως να κάνει καν τα ρουσφέτια που του ζητούσε, δηλαδή διορισμούς στο δημόσιο. Άρα ο Γκόρτσος μάλλον δυσαρεστούσε την πελατεία του αντί να τη χαϊδεύει. Και βεβαίως δεν υπάρχει τίποτε που μπορεί να κάνει τον Μητσοτάκη να συμπεριφέρεται ως Γκόρτσος, κατά πώς είπε ο Τσίπρας, διότι δε γνωρίζουμε πώς συμπεριφερόταν ο Γκόρτσος.
Αντιθέτως οι σεναριογράφοι Ασημάκης Γιαλαμάς και Κώστας Πρετεντέρης εμφανίζουν τον αντίπαλο του Γκόρτσου, ελαφρόμυαλο, αφελή, ανίκανο αλλά και προϊόν οικογενειοκρατίας και διαπλοκής, η οποία τον επιβάλλει ως επιλογή της εκμεταλλευόμενη τη δύναμη του χρήματος, που προσομοιάζει με αριστοκρατική διαχείριση των δημοσίων πραγμάτων.
Ο νεαρός αντίπαλος του Γκόρτσου είναι υπουργίσιμος επειδή ανήκει στην εφοπλιστική ελίτ αλλά και υπερφίαλος, διότι διατάζει εξωθεσμικά ένα ιδιωτικό σκάφος να σταματήσει, επικαλούμενος μία ιδιότητα που δεν είχε και δεν ξέρουμε αν θα αποκτούσε. Δηλώνει «μέλλων υπουργός Ναυτιλίας» αναφερόμενος σε μία κυβέρνηση που δεν είχε καν σχηματιστεί. Το 2019 κάποιοι δεν ήταν καν υποψήφιοι επειδή το είπαν.
Λίγο πριν τη δικτατορία
Καλώς ή κακώς ο κ. Τσίπρας επέλεξε σήμερα να παίξει με αυτήν εικόνα της ελληνικής πολιτικής. Αλλά είναι η εικόνα που είχε η ελληνική κοινωνία για μία καταρρέουσα πολιτική, όταν κυκλοφόρησε η ταινία, στις 21 Φεβρουαρίου 1966, 14 μήνες πριν τη δικτατορία του Απριλίου του 1967. Και μάλιστα σε παραγωγή της μεγαλύτερης ελληνικής εταιρείας, της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ που μάλλον δεν είχε λόγους να συγκρουστεί με το πολιτικό κατεστημένο, αλλά έδειχνε να αφουγκράζεται τον σφυγμό της κοινωνίας.
Μόλις 2,5 μήνες νωρίτερα, στις 6 Δεκεμβρίου 1965, μόλις 16 μήνες πριν τη δικτατορία, είχε κυκλοφορήσει την ιστορική ταινία «Υπάρχει και Φιλότιμο», από την οποία προέκυψε η ιστορική μορφή του υπουργού Εθνικής Ανασυγκροτήσεως, Ανδρέα Μαυρογιαλούρου, ο οποίος διέθετε όλα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Νίκου Μαντά. Ήταν προϊόν οικογενειοκρατίας, αφελής, πλήρως ελεγχόμενος από την κομματική καμαρίλα και προτιμούσε να παίζει κουμ καν αντί να ασχολείται με το υπουργικό επιτελείο του, το οποίο έκανε ρουσφέτια μέχρι και για φίλους της κόρης του και διασπάθιζε το δημόσιο χρήμα εκβιάζοντας απλούς εργάτες.
Η κομματική διαφθορά και το παρασκήνιο που καταγράφει ο συγγραφέας και σκηνοθέτης, Αλέκος Σακελλάριος, είναι προφανές ότι είναι η απόρριψη του πολιτικού συστήματος και η προαναγγελία των αναγκών για ριζική αλλαγή, στην οποία ο έντιμος Μαυρογιαλούρος ομολογεί ότι δεν μπορεί να συμμετάσχει και παραιτείται. Η λύση θα ήταν εξωπολιτική.
Η εποχή από την οποία ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ αντλεί την έμπνευση του είναι η εποχή που πρωθυπουργός, από το καλοκαίρι του 1965, είναι ο Στέφανος Στεφανόπουλος, πρώην βουλευτής της Ένωσης Κέντρου, που κυβερνούσε με τη ψήφο εμπιστοσύνης της ΕΡΕ του Καραμανλή. Και οι δύο ταινίες, πριν γυριστούν για τον κινηματογράφο είχαν ανέβει για μεγάλο χρονικό διάστημα και με επιτυχία στο θεατρικό σανίδι μιας Ελλάδας που πιεζόταν πολιτικά.
Από το κουμ καν στα παϊδάκια
Την επιτυχία εξασφάλιζε η κοινωνική απόρριψη της πολιτικής πραγματικότητας, η διακωμώδηση της οποίας ενισχύθηκε το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς, όταν μία άλλη κινηματογραφική εταιρεία, η Καραγιάννης - Καρατζόπουλος, έβαλε την Ρένα Βλαχοπούλου να εκλέγεται με 80 σταυρούς αντικαθιστώντας τον εκλιπόντα θείο της στο ψηφοδέλτιο, αλλά χάνοντας στη συνέχεια την εκλογή, διότι ο θείος την είχε διορίσει υπάλληλο στην εταιρεία ύδρευσης, στην οποία δεν πατούσε ποτέ να δουλέψει.
Η διαφορά που έχουν από τον Σακελλάριο, ο Κώστας Καραγιάννης ως σκηνοθέτης και ο Λάκης Μιχαηλίδης ως σεναριογράφος είναι ότι δικός τους υπουργός Ανορθώσεως δεν έπαιζε κουμ καν αλλά έλυνε σταυρόλεξα και συζητούσε για χασαποταβέρνες, στις οποίες πήγαινε την βουλευτίνα της αντιπολίτευσης με προφανείς ερωτικές επιδιώξεις.
Και όλα αυτά ενώ η Ελλάδα άλλαζε. Το έβλεπαν στο σινεμά, δεν το έβλεπε η Αριστερά που έχει παραδεχτεί ότι είχε λάθος ανάγνωση της ελληνικής κοινωνίας της δεκαετίας του ’60. Στις «κυρίες της αυλής», ταινία της ΦΙΝΟΣ ΦΙΛΜ, του Απριλίου 1966, η Φλωρέττα Ζάννα, απέρριψε την ερωτική πρόταση του αριστερού Αλεξανδράκη επειδή επέστρεφε από το παραπέτασμα, όπως αναφέρει ο σκηνοθέτης Ντίνος Δημόπουλος και ο σεναριογράφος Μίμης Γιανουκάκος, ο πρώην της έρωτας, στον οποίο είχε μείνει περίπου πίστη, επί σχεδόν δύο δεκαετίες.
Δεν ήταν η πρώτη φορά. Τον Νίκο Σταυρίδη εμφάνιζε ως αντάρτη με φυσεκλίκια να γυρίζει από το παραπέτασμα στην ταινία του Γρηγόρη Γρηγορίου, «Υιέ μου, υιέ μου» παραγωγής του Γιώργου Λαζαρίδη, τον Γενάρη του 1965 με κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου.
Αν αυτές είναι οι εικόνες με βάση τις οποίες ο κ. Τσίπρας σχηματίζει άποψη για τη θεσμική διάσταση της πολιτικής, καλό θα είναι να τις δει με απόσταση. Ίσως και να πρέπει να γυρίσει δέκα χρόνια πίσω, στο 1954, που ο Βύρων Πάλλης ξεκινούσε ως πολιτικός επιστήμονας με σπουδές στην Ελβετία να αλλάξει την Ελλάδα και κατέληξε να αλλάζει κόμματα, όπως οι βουλευτές που κατέληξαν στον ΣΥΡΙΖΑ το 2019.
Ο Θανασάκης Γκοβότσος το 1954, ως Θανασάκης ο Πολιτευόμενος της Σπέντζος Φιλμ ξόδεψε τα λεφτά του και την περιουσία της συζύγου του, αλλάξει κόμματα, αλλά αδυνατούσε να επικοινωνήσει με την κοινωνία κι απέτυχε για να γίνει τελικά μπακάλης.
Αυτή ήταν η πρόταση Σακελλαρίου τότε. Προφανώς δεν είναι έτσι. Αλλά ο κ. Τσίπρας αρέσκεται στις δαιμονοποιήσεις. Δεν είναι κακή ιδέα, αρκεί να υπάρχουν δαίμονες. Ο Γκόρτσος, αν ξέρει ποιος είναι ο Γκόρτσος, δεν είναι ένας από αυτούς. Κι ούτε η μαγκούρα του είναι το σύμβολο του αυταρχισμού του Μητσοτάκη.
Αντί να βλέπει ταινίες, ας διαβάσει κανένα βιβλίο. Έστω βιβλίο για ταινίες. Διότι αν ο Μητσοτάκης είναι ο Γκόρτσος, ο ίδιος είναι ο ανιψιός του εφοπλιστή. Ας μην ξεχνά τι ζημιά του έκαναν οι διακοπές στο κότερο Παναγοπούλου.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 14 Νοεμβρίου 2021