Πάμε και όπου μας βγάλει;
Όχι δεν μπορούμε να συλλάβουμε το μέγεθος της τραγωδίας. Ούτε να μπούμε καν στον προθάλαμο του εφιάλτη που ζουν οι συγγενείς των νεκρών φοιτητριών και φοιτητών που ζήτησαν λίγη ξεγνοιασιά και μια απόδραση ενός τριημέρου -από το ζόφο της αναξιοκρατίας, της επαγγελματικής επερχόμενης ανασφάλειας, της κλιματικής αλλαγής που τους χαρίσαμε εμείς οι μεγάλοι- και ταξίδευαν με τρένο πιστεύοντας ότι είναι αυτονόητη η επιστροφή στη δική τους καθημερινότητα στη σχολή και τις παρέες τους. Φεύ δεν ήταν αυτονόητη.
Πριν μπούμε στη συζήτηση, που άνοιξε μετά το σοκ του τρομερού δυστυχήματος στα Τέμπη, για το «πότε θα ξαναμπούμε σε τρένο;» και για το «γιατί εδώ και τόσα χρόνια, δεν είχε ολοκληρωθεί ο ηλεκτρονικός έλεγχος της κίνησης των συρμών;» ας δούμε τη μεγάλη εικόνα.
Σίγουρα δεν μπορούμε να ερμηνεύσουμε εύκολα γιατί αυτή τη φορά η κοινωνία αντέδρασε «αλλιώς», με οργή αλλά και με πρωτόγνωρα αυστηρή και λογική απαιτητικότητα να αλλάξουν τα πάντα και γρήγορα.
Τούτο κάνει την εκλογική συμπεριφορά των πολλών απρόβλεπτη και το πολιτικό τοπίο απίστευτα ρευστό.
Ναι, αντέδρασε ο παροιμιώδης «παρτάκιας», αυτός που θέλει αλλαγή των πάντων δίχως να αλλάξει αυτός. Που είναι ΟΚ με την αγραμματοσύνη του επειδή είναι «μάγκας». Που ουδέποτε αναρωτήθηκε γιατί αλλού έχουν σε εκτίμηση την ατομική ευθύνη, τη λογοδοσία και την ενσυναίσθηση. Που ουδέποτε έψαξε γιατί κάνει την ομάδα του ή το κόμμα του αυτοβιογραφικό έμβλημα και αγαπά να μισεί και να φθονεί τους εκάστοτε «άλλους».
Αντέδρασε όμως ο κόσμος γιατί απλώς δεν πάει άλλο.
Και ο πολιτικός;
Αυτός που μπροστά στο πολιτικό κόστος είναι ο πιο φοβιτσιάρης στον κόσμο και είναι καλά ενημερωμένος για την ποιότητα του μέσου ψηφοφόρου του, τι θα πράξει;
Τον ξέρουμε καλά να προτιμά συνήθως την εγκληματική αδράνεια από το να «σπάσει αυγά» και γι’ αυτό αδυνατεί να βοηθήσει την Ελλάδα να προσεγγίσει την ευρωπαϊκή κανονικότητα. Και γι’ αυτό δυσκολεύεται να ερμηνεύσει το τι ακριβώς συμβαίνει από το βράδυ της Τρίτης 28 Φεβρουαρίου στη χώρα που πάγωσε το σύμπαν, που ράγισαν και τα σίδερα στην κραυγή απόγνωσης των μανάδων.
Το πιο εξοργιστικό ρεπορτάζ είναι αυτό που ξεκινά με την πρόταση «στο χώρο αμέσως έσπευσαν».
Πήγαν πράγματι εκεί που χαντακωμένοι από τον αβάσταχτο πόνο γονείς και αδέλφια των αδικοχαμένων ζητούσαν απάντηση στα στοιχειωμένα τους «γιατί», πολιτικοί που εγκατέλειψαν στην τύχη τους και άφησαν να καούν 100 άνθρωποι στο Μάτι. Πήγαν επίσης εκεί αυτοί που άφησαν το καλοκαίρι την Ελλάδα να καεί και που με εγκληματική αμέλεια και με εξίσου εγκληματική άνεση έκαναν τον αχθοφόρο σταθμάρχη και οδήγησαν στο μεγαλύτερο σιδηροδρομικό δυστύχημα όλων των εποχών.
Πήγαν αυτοί που αφήνουν την πλειοψηφία των κατοίκων αυτής της χώρας να ζει με άδειο πορτοφόλι από τις 18 του μηνός και δεν μπορούν ούτε την αισχροκέρδεια να σταματήσουν ούτε την κατασπατάληση του δημοσίου χρήματος.
Αυτή τη φορά όμως οι τόνοι ήταν χαμηλοί, οι δηλώσεις προσεκτικές, οι υποσχέσεις στα όρια του εφικτού ή εν πάση περιπτώσει του οφειλομένου και με σεβασμό.
Σε λίγες μέρες όμως το τοπίο πιθανότατα θα αλλάξει.
Ο ένας φορέας μάλλον θα μεταφέρει την ευθύνη στον άλλον. Το υπουργείο Μεταφορών μάλλον θα τα ρίχνει στη Ρυθμιστική Αρχή, η κυβέρνηση στον ΣΥΡΙΖΑ και αντιστρόφως. Ο ένας θα λέει «πουλήσατε για ένα κομμάτι ψωμί τα τρένα στους Ιταλούς» και ο άλλος θα ρωτά γιατί δεν προχώρησαν τα έργα για τη λειτουργία των συστημάτων ασφαλείας και γιατί η κυβέρνηση Μητσοτάκη απαξίωσε τον ελληνικό σιδηρόδρομο. Σενάρια πολύ ελκυστικά.
Ο κόσμος όμως είναι ήδη πιο μπροστά. Είναι αδιανόητο και φρικτό μεν αλλά κατά κάποιον τρόπο και αποκαλυπτικό αυτό το δυστύχημα. Έκανε τα γεγονότα να πυκνώσουν. «Μίλησε» και μας τα είπε όλα με μιας.
Είναι η τραγική φύση του συμβάντος που φέρνει στο φως πολλά και διαλύει μύθους και αυταπάτες. Μία από αυτές είναι η αξία και η ισχύς του «επιτελικού κράτους». Αν την εξειδικεύσουμε στους σιδηροδρόμους, άνθρακες ο θησαυρός. Βιτρίνα και επικοινωνιακή κατασκευή.
Οι δυο Ελλάδας σιγοπίνουν το πιοτό. Η μία, η ψηφιακή, θέλει να δει το μέλλον και η άλλη του 19ου αιώνα φοβάται να εξελιχθεί. Ίσως η τραγωδία δώσει το σήμα της εκκίνησης για κάτι καλύτερο.
Tο BBC μέσω του απεσταλμένου του Nick Beake, βρίσκει πως «πολλοί στην Ελλάδα βλέπουν το δυστύχημα ως ένα γεγονός που περίμεναν να συμβεί και κατηγορούν τις διαδοχικές κυβερνήσεις για ‘ασέβεια’ προς τους ελληνικούς σιδηροδρόμους κάτι που οδήγησε σε αυτό το ‘τραγικό αποτέλεσμα». Το συμπέρασμά του είναι ακόμα πιο πικρό: «Ένας σιδηρόδρομος που δεν αντιστοιχεί στον 21ο αιώνα»!
Μία παρατήρηση: Μπορεί να μας καταλογίζουν οι ευρωπαίοι τα μύρια όσα για καθυστερήσεις, διαφάνεια στην αξιοποίηση πόρων, ποιότητα εξυπηρέτησης επιβατών και απόσταση από τον «ενιαίο ευρωπαϊκό σιδηροδρομικό χώρο», αλλά η ασφάλεια των ελληνικών σιδηροδρομικών συγκοινωνιών δεν υπήρξε ποτέ μεγάλο πρόβλημα. Δικαιολογημένη η καχυποψία και η γενικευμένη ανασφάλεια των ημερών αλλά όχι και εντελώς βάσιμη.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 05.03.2023