Σοβαρές πολιτικές στην Ελλάδα της υπογεννητικότητας
Ίσως ο καλύτερος τρόπος αντιμετώπισης των, εξαιρετικά επικίνδυνων, παράπλευρων απωλειών του κορονοϊού, είναι η επιμονή σε προσωπικούς προγραμματισμούς ζωής αλλά και η ανάληψη πολιτικών πρωτοβουλιών για θέματα που, δυστυχώς, από πολλούς δεν συγκαταλέγονται στις υψηλές προτεραιότητες. Στέκομαι στην αλλαγή των δεδομένων για την αναδοχή και την υιοθεσία παιδιών, όπως ανακοινώθηκαν πρόσφατα από την κυβέρνηση.
Πρωτεύουσα θέση στις εξαγγελίες έχουν η καταγραφή έως το τέλος του τρέχοντος χρόνου όλων των παιδιών που ζουν σε δομές φιλοξενίας και η καθιέρωση ενιαίου πλαισίου λειτουργίας για αυτές! Σκοπός αυτών και άλλων μέτρων είναι η μείωση της γραφειοκρατίας για υιοθεσία και αναδοχή που σήμερα ταλαιπωρεί χιλιάδες ζευγάρια αλλά πρωτίστως, η ανάγκη να βρεθεί μια οικογένεια για κάθε παιδί, όσο αυτό είναι ακόμα παιδί. Έτσι λοιπόν μάθαμε από υπουργό ότι τα παιδιά που βρίσκονται σε αυτές τις «δομές» (πρόσφατος μεταμοντέρνος νεολογισμός και αυτός) ή (παραδοσιακά και αναχρονιστικά) ιδρύματα δεν ξεπερνούν τις 2700 ψυχές. Έτσι, συμπεράναμε ότι στην Ελλάδα της υπογεννητικότητας, στον 21ο αιώνα, δεν υπάρχει πλαίσιο λειτουργίας στους τόπους φιλοξενίας παιδιών!
Όσοι έχουν ταλαιπωρηθεί στην αναμονή για μία υιοθεσία έχουν κάθε δικαίωμα να αγανακτήσουν με όλην αυτήν την, πολλές φορές τεχνητή καθυστέρηση, που προφανώς οφείλονταν και στη λειτουργία παράλληλων κυκλωμάτων που έβγαζαν και βγάζουν χρήματα από τον ανθρώπινο πόνο. Όσοι δε επιχείρησαν κατά καιρούς να κατανοήσουν τι ακριβώς συμβαίνει και σταμάτησαν μπροστά στον τοίχο της «ειδικής διαχείρισης του λεπτού αυτού θέματος», μόνιμο επιχείρημα πολλών υπευθύνων, έχουν τώρα διπλή υποχρέωση να εντείνουν τον έλεγχο. Μιλώ και για πολιτικούς και για δημοσιογράφους και για οργανώσεις πολιτών. Το πώς και κατά πόσο θα λειτουργήσουν με διαφορετικό τρόπο από εδώ και πέρα δομές και ιδρύματα, είναι προς διερεύνηση τους επόμενους μήνες.
Τις ίδιες περίπου μέρες, μία άλλη είδηση βρήκε στην επικαιρότητα πολύ μικρότερο τόπο από αυτόν που δικαιούται και αφορά στη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων εμβρύων που παραμένουν «αζήτητα» στην κρυοσυντήρηση των μονάδων υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Ο γραμματέας της Ελληνικής Αναπαραγωγικής Εταιρείας Κώστας Πάντος ανέδειξε το θέμα που διχάζει γενετιστές και νομικούς σε όλο τον κόσμο και στη χώρα μας χρήζει επείγουσας αντιμετώπισης.
Ο ίδιος αποκάλυψε ότι μόνο στην κλινική του τα έμβρυα που έχουν ξεπεράσει την ηλικία των δέκα ετών έφθασαν τα 17.650! Η δεκαετία είναι ο χρόνος που, βάσει νόμου, επιτρέπεται η φύλαξη. Ο ίδιος προχώρησε σε πρόταση προς το υπουργείο Υγείας για δημιουργία μιας δημόσιας τράπεζας υιοθεσίας εμβρύων με οφέλη, μεταξύ άλλων σημαντικών που δεν χωρούν στο παρόν σημείωμα, για τα άτεκνα ζευγάρια που μπορούν να αποφύγουν τις δυσκολίες της εξωσωματικής αλλά και τις αναμονές της υιοθεσίας.
Συνδέω δύο θέματα που στην επικαιρότητα πέρασαν χαμηλά και ανεξάρτητα το ένα από το άλλο, πιστεύοντας ότι και τα δύο αναδεικνύουν σημαντικές ανάγκες ζωής των χιλιάδων υπογόνιμων νέων που αναζητούν ένα παιδί, των εγκαταλελειμμένων παιδιών που αναζητούν μια αγκαλιά και της Ελλάδας της υπογεννητικότητας που πρέπει να αναζητήσει με δυναμισμό δρόμους μέλλοντος.
ΔΟΜΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ
Στην Ελλάδα λειτουργούν 82 δημόσιες, εκκλησιαστικές και ιδιωτικές δομές που φιλοξενούν παιδιά. Πριν λίγα χρόνια μελέτη του Κέντρου Ερευνών «Ρίζες» κατέδειξε ότι περισσότερες από το 75% αυτών λειτουργούν χωρίς ποιοτικές προδιαγραφές και εξειδικευμένο προσωπικό. Αντίστοιχη είναι η, μέχρι σήμερα τουλάχιστον, έλλειψη θεσμικού πλαισίου και βεβαίως σχετικού ελέγχου. Οι υπηρεσίες επανένωσης παιδιών με τη βιολογική τους οικογένεια είναι ανεπαρκείς και δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που τα παιδιά μένουν στα απρόσωπα ιδρύματα μέχρι την ενηλικίωσή τους. Θα είχε ενδιαφέρον να ερευνηθούν τα ποσά που επί δεκαετίες δαπανώνται από εθνικούς και ευρωπαϊκούς πόρους και που αφορούν σε κτίρια που δύσκολα συντηρούνται ενώ οι θέσεις επιστημονικών υπευθύνων για την φροντίδα των παιδιών αλλά και την ταχεία διεκπεραίωση αναδοχής και υιοθεσίας παραμένουν κενές.
Η ΕΛΛΑΔΑ ΠΟΥ ΓΕΡΝΑΕΙ
Γνωρίζουμε όλοι τις προβλέψεις για τον πληθυσμό της χώρας τις επόμενες δεκαετίες. Παρότι αποφεύγω την αναπαραγωγή συμπερασμάτων από έρευνες που κάνουν προβολή σε πολλές δεκαετίες μπροστά, πιστεύω ότι αξίζει να προσέξουμε τη δημοσίευση του επιστημονικού περιοδικού «The Lancet», που δείχνει ότι μέχρι το 2100 ο πληθυσμός στην Ελλάδα θα πέσει στα 5,8 εκατομμύρια και, κατά το δυσμενέστερο σενάριο, μπορεί να φθάσει στα 4,73 εκατομμύρια.
Σε παλαιότερες μελέτες διαβάζαμε ότι μέχρι το 2050 ο πληθυσμός θα βρίσκεται κοντά στα 8,8 εκατομμύρια, ενώ περισσότερο από το 33% θα είναι άνω των 65 ετών (από το 20% που είναι σήμερα). Τα μεγέθη αυτά δεν επιτρέπουν ιεράρχηση των πολιτικών και των ειδήσεων με κυρίαρχη πάντα την ασφάλιση και τις μειώσεις στις συντάξεις. Αν δεν αλλάξει θέση η υπογεννητικότητα στη δημόσια συζήτηση, όλα θα παρασυρθούν από την μείωση του πληθυσμού.
ΤΑ ΕΓΚΑΤΑΛΕΛΕΙΜΜΕΝΑ ΕΜΒΡΥΑ
Τα υπογόνιμα ζευγάρια στην Ελλάδα υπολογίζονται σήμερα ότι είναι 250.000-300.000 και ένα ποσοστό της τάξης του 35% από αυτά επιχειρεί να τεκνοποιήσει σε μονάδες υποβοηθούμενης αναπαραγωγής. Παρεμπιπτόντως η χώρα μας διακρίνεται διεθνώς για τις εγκαταστάσεις και την τεχνογνωσία της «εξωσωματικής» και, βοηθούσης της νομοθεσίας, συχνά αναφέρεται και ως ιατρικός τουριστικός προορισμός. Κοινώς, προσελκύει υπογόνιμα ζευγάρια από άλλες χώρες όπου δεν επιτρέπονται μέθοδοι, όπως η παρένθετη μητέρα, ή χώρες όπου οι αντίστοιχες ιατρικές υπηρεσίες είναι οικονομικά δυσπρόσιτες.
Εδώ λοιπόν, τα έμβρυα που εγκαταλείφθηκαν και βρίσκονται στην κρυοσυντήρηση από τις προσπάθειες νέων να τεκνοποιήσουν είναι δεκάδες χιλιάδες ενώ σε όλον τον κόσμο εκτιμάται ότι είναι εκατομμύρια. Υπολογίζεται δε ότι το ένα τρίτο των βιολογικών γονέων συναινεί στη δωρεά εμβρύων σε άλλα ζευγάρια. Καινούργιες εποχές, καινούργιες τεχνολογίες, καινούργια προβλήματα. Γι’ αυτό και απαιτείται καινούργια (πληρέστερη) ενημέρωση των πολιτών και καινούργια ιεράρχηση πολιτικών.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 19 Ιουλίου 2020