Τα του Καίσαρος
Τελευταία φορά που τον είδα ήταν στον τελικό του κυπέλλου φέτος μεταξύ ΠΑΟΚ και Παναθηναϊκού, στις 21 Μαΐου στο ΟΑΚΑ. Η ΕΠΟ είχε ανακοινώσει ότι δύο μεγάλες δόξες του ΠΑΟΚ και του Παναθηναϊκού ο Σταύρος Σαράφης και ο Μίμης Δομάζος θα ήταν οι πρεσβευτές του τελικού. Μπήκαν στο γήπεδο κρατώντας το τρόπαιο.
Ο Σταύρος ήταν ο ίδιος, όπως τον καμαρώναμε όλοι οι φίλαθλοι ανεξαρτήτως σωματειακής προτίμησης πενήντα χρόνια πριν! Με το αθώο βλέμμα, την εγκάρδια βλοσυρότατα που ανέδιδε η σοβαρότητα που τον συνόδευε πάντα στους αγωνιστικούς χώρους.
Ήταν οι δύο αυτοί μεγάλοι άσοι και πρεσβευτές όλων των παλιών φιλάθλων σαν και εμάς, στην τωρινή εποχή της εμπορευματοποίησης, της βιομηχανίας του ποδοσφαιρικού θεάματος , των πακτωλών χρημάτων και του κυνισμού. Τι να συγκρίνεις. Τώρα ένας μεγάλος άσος αλλάζει το λιγότερο 4-5 φορές φανέλα ενώ ο «Καίσαρας» του Ελληνικού ποδοσφαίρου έπαιξε μόνο στον ΠΑΟΚ.
Όταν κρέμασε τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια, ο Σταύρος Σαράφης έμεινε στην αγαπημένη του Τούμπα. Ζούσε και ανέπνεε από την αύρα του γηπέδου και έβρισκε πάντα έναν τρόπο για να είναι χρήσιμος στην ομάδα που δέθηκε άπαξ και δια παντός: Μάνατζερ, κυνηγός ταλέντων, βοηθός προπονήσεις, ακόμα και προπονητής, αλλά και στέλεχος από άλλα πόστα. Πάντα πρόθυμος για προσφορά. Χωρίς να λογαριάζει ωράρια, κόπο, θυσίες. Αρκεί να είναι εκεί.
Έδινε, θα ’λεγες, παράταση σε αυτή την νεότητα και την αθωότητα μέσα στις οποίες ζυμώθηκε από έφηβος, από τότε που μετά το ξεκίνημά του στην Αναγέννηση Επανωμής, σε ηλικία 17 ετών βρήκε την ευκαιρία να ξεδιπλώσει το ποδοσφαιρικό ταλέντο και την ευφυΐα του στον ΠΑΟΚ που ήταν τότε στα 1967, μία απλώς καλή ομάδα με πολυάριθμους φιλάθλους κυρίως στη Θεσσαλονίκη. Έδειξε από νωρίς μία σπάνια ωριμότητα στο παιχνίδι του και μία μνημειώδη ικανότητα να σκοράρει με κεφαλιές δίνοντας νίκες και δόξα στον ΠΑΟΚ του Σάνον ο όποιος μετετράπη σε φόβητρο κάθε αντιπάλου αλλά και σε σύνολο που κέρδιζε τον θαυμασμό στους φιλάθλους όλης της χώρας. Αυτή η ομάδα πήρε μόλις ένα πρωτάθλημα (το 1976 με τον Γκιούλα Λόραντ στο τιμόνι) και δύο κύπελλα (1972 και 1974). Ο Σταύρος Σαράφης ουδέποτε σταμάτησε να λέει πως εκείνη η ομάδα άξιζε πολύ περισσότερα τρόπαια και διακρίσεις, αλλά κακά τα ψέματα και όλη φίλαθλη Ελλάδα συμφωνεί.
Μαζί με τον Γιώργο Κούδα δημιούργησε στη δεκαετία του ’70 ένα ανεπανάληπτο δίδυμο και με την παρουσία στην ομάδα συμπαικτών με ταλέντο και πάθος (Αποστολίδης, Παρίδης, Ιωσηφίδης, Ασλανίδης, Φουντουκίδης, Τερζανίδης κ.ά.) η ομάδα συνάρπαζε.
Οι συμπαίκτες του έλεγαν ότι είχε μία σπάνια αίσθηση του χώρου και μία παροιμιώδη ικανότητα να τελειώνει με γκολ μία ευκαιρία που του δινόταν. Είχε μοναδικό επιτόπιο άλμα και η κεφαλιές του είχαν τη δύναμη και την ταχύτητα ενός σουτ!
Θυμάμαι δύο τέτοιες κεφαλιές του Σταύρου Σαράφη μέσα από το θησαυροφυλάκιο των αναμνήσεών μου από τα χρόνια της ασπρόμαυρης τηλεόρασης. Η μία είναι στον τελικό κυπέλου Ελλάδας του 1971, στην πρώτη ζωντανή μετάδοση τελικού από τη νεογέννητη τότε τηλεόραση με τα «χιόνια», σε μετάδοση του Γιάννη Διακογιάννη. Ο ΠΑΟΚ έχασε με 3-1 από τον Ολυμπιακό (σκόρερς οι Αγγελής, Γιούτσος, Σαράφης και Παμπουλής). Στο 47ο λεπτό ο Σταύρος μείωσε το σκορ σε 2-1, αναπτερώνοντας το ηθικό των φιλάθλων στο καφενείο όπου βλέπαμε πιτσιρικάδες το ματς.
Το άλλο γκολ ήταν μία κεφάλια-κεραυνός του Σαράφη (που πήδηξε μέχρι τον… ουρανό) κατά του Ολυμπιακού το 1973 στην Τούμπα όταν ο ΠΑΟΚ κέρδισε με 1-0 την πανίσχυρη ομάδα των ερυθρολεύκων της εποχής Γουλανδρή. Επί χρόνια μιλούσε η Θεσσαλονίκη γι’ αυτό το γκολ.
Πρόλαβε να φορέσει τη φανέλα με τον δικέφαλο αετό 358 φορές να σκοράρει με αυτήν στα ματς της Α’ Εθνικής 136 φορές. Έπαιξε και 32 φορές φορώντας τη φανέλα με το εθνόσημο, σκοράροντας 7 φορές.
Ο κόσμος του ποδοσφαίρου, άνθρωποι όλων των ηλικιών, με συγκίνηση αποχαιρέτησαν αυτήν την κορυφαία προσωπικότητα των γηπέδων του ’70 , τον σπουδαίο ποδοσφαιριστή και σεμνό, ωραίο άνθρωπο, τον Σταύρο Σαράφη.
Έφυγε από κοντά μας, στα 72 του χρόνια, παίρνοντας μαζί του το μυστικό του ήθους και της αθώας αφοσίωσης στα σύμβολα και στον αθλητισμό.
Αφήνοντάς μας όλους να νοσταλγούμε την εποχή που ξέραμε να αγαπάμε το άθλημα και να μπορούμε να θαυμάζουμε και τον αντίπαλο. Που καταφέρναμε να είμαστε στην ίδια κερκίδα, φίλαθλοι και των δύο διαγωνιζομένων ομάδων.
Έχω μία διήγηση που αποτυπώνει το κλίμα εκείνης της υπεροχής εποχής του ποδοσφαίρου της Θεσσαλονίκης και τα χρόνια του Κούδα, του Σαράφη, του Χρηστίδη και του Σπυρίδωνα, του Χατζηπαναγή και του Αϊδινίου.
Ο διακεκριμένος λογοτέχνης Περικλής Σφυρίδης υπήρξε από το μέσον της δεκαετίας του ’60 και μέχρι τη Μεταπολίτευση γιατρός του Α.Σ. «Άρης». Σπίτι και ιατρείο ήταν μόλις μερικές δεκάδες μέτρα από το γήπεδο Χαριλάου.
Πιο πολύ από όλους, παρά το γεγονός ότι ήταν αρειανός ο ίδιος, ο Περικλής Σφυρίδης θαύμαζε τον Γιώργο Κούδα: «Ο Κούδας δεν έπαιζε απλώς μπάλα. Χόρευε μέσα στο γήπεδο. Αέρινος μ’ εκείνα τα μαύρα του μαλλιά που ανέμιζαν καθώς έτρεχε. Θύμιζε ελάφι, οι ντρίπλες του ήταν φανταστικές, τα σουτ μου έκοβαν την ανάσα κάθε φορά που έφτανε κοντά στην εστία μας.
Αυτός φαίνεται ότι υπήρξε ο λόγος που θέλησα κάποτε να τον δω από κοντά. Ήταν θυμάμαι, ένας αγώνας Άρη-ΠΑΟΚ και αποφάσισα να πάω στα αποδυτήρια της φιλοξενούμενης ομάδας, για να τον γνωρίσω. Καθόταν στον πάγκο και έδενε έναν πλαστικό επίδεσμο στο πόδι του. Πλησίασα με τρακ. ‘Έχουμε κανένα πρόβλημα Γιώργο;’ ρώτησα. Σήκωσε το κεφάλι του και με ζύγισε με το βλέμμα. ‘Τίποτα απολύτως γιατρέ’, απάντησε με σεβασμό. Του ευχήθηκα καλή επιτυχία και έφυγα. Από τότε όποτε τον συναντούσα τυχαία στο δρόμο ή στα γήπεδα, ανταλλάσσαμε ένα ‘γεια σου Γιώργο’, ‘γεια σου γιατρέ’, μέχρι που η ζωή μας έριξε σε διαφορετικούς δρόμους και χαθήκαμε».
Αξίζει η ποδοσφαιρική εποχή του ’70, ό,τι κι αν πεις…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 16.10.2022