Υπέροχη εποχή
Κάθε άνθρωπος εφευρίσκει μια ιστορία που, συχνά με μεγάλες θυσίες, πιστεύει πως είναι η ζωή του. Πολλές φορές εφευρίσκει πολλές ιστορίες, που τις πιστοποιεί με ονόματα τόπων, πόλεων, με ημερομηνίες, έτσι ώστε όλα να θεωρούνται αδιαμφισβήτητα.
Μπορεί να δανείζεται και ιστορίες από βιβλία και να τις κάνει δικές του, να οικειοποιείται αναμνήσεις, γεγονότα, να γίνεται αυθεντικός μάρτυρας εντυπωσιακών συμβάντων, με άλλα λόγια εμφορείται από το πάθος να λέει και κυρίως να ζει ιστορίες. Ιστορίες με πάθος, με πλοκή, δύσκολες ιστορίες, ευτυχισμένες ιστορίες, ιστορίες πολύπλοκες, ανθισμένες, απίστευτες ή πιστευτές, αθώες παιδικές, ερωτικές με πάθος, χιλιάδες ιστορίες.
Γεννήθηκα ευτυχισμένη και έτσι παρέμεινα στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής μου. Μ’ αρέσει να ακούω και να λέω ιστορίες, πολύ περισσότερο να ζω ιστορίες. Θυμάμαι μια ιστορία που μου άρεσε να λέω, όταν ήμουν μικρή, και τη ζούσα, στην κυριολεξία, σχεδόν την οικειοποιήθηκα, πως γνώριζα τα πρόσωπα, ήταν όταν διάβασα το βιβλίο
«Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», όπου υπάρχουν δύο αδελφάκια, ορφανά και κάθε Σαββατόβραδο μάζευαν τα σπασμένα μπουκάλια και τα ασημόχαρτα που εύρισκαν στη γειτονιά και τα πουλούσαν σε ένα ψιλικατζίδικο. Για αντάλλαγμα ο ψιλικατζής τούς έδινε ροζ καραμέλες σε χάρτινο χωνί. Τα παιδιά πιπίλιζαν τις καραμέλες αργά αργά, για να μην τελειώσουν και αργά αργά τις έτρωγαν. Τα Σαββατόβραδα ήταν μαγικά επειδή υπήρχαν εκείνες οι ροζ καραμέλες. Όσες περίσσευαν, τις βουτούσαν στο νερό και έκαναν ροζ ζαχαρόνερο! Αυτή η εικόνα με τα δύο αδελφάκια να πιπιλίζουν ροζ καραμέλες με γοήτευε τόσο πολύ, που έκανα την ιστορία δική μου, της ζωής μου! Έλεγα ότι γνώρισα τα δύο αδελφάκια που ζούσαν πολύ κοντά στο σπίτι μας!
Όπως κάθε ένας από εμάς, έζησα πολλές ιστορίες, γοητευτικές, δύσκολες, παραμυθένιες, ευτυχισμένες, λυπητερές, μυρωμένες, απελπισμένες. Έχω ζήσει πολλές ιστορίες. Όλες δικές μου. Κατάδικές μου.
Έχω ζήσει και ιστορίες, που, χωρίς να είναι κατάδικές μου, υπήρξα μέρος τους, ήμουν πρόσωπο των ιστοριών αυτών με έναν μαγευτικό τρόπο. Μία διεργασία εξόχως πλανευτική ,που δύσκολα εξηγείται, ή μάλλον δεν εξηγείται καθόλου, πως έζησα δηλαδή τις ζωές τόσων διαφορετικών ανθρώπων αληθινά, συμπάσχοντας μαζί τους, με σεβασμό για τα πάθη τους, κατανοώντας τους, σε μία μέθεξη ανταλλαγής της ζωής μου με τη δική τους, κάτι σχεδόν ιερό και μεθυστικό, επάνω στη σκηνή του θεάτρου και κρατούσα για λίγο κάτι μαγικό και αστραφτερό στα χέρια μου, πριν να κυλίσει και να εξαφανιστεί, αφήνοντάς μου μαγεία και φανατισμένη πίστη στον Θεό του θεάτρου για πάντα!
Υπέροχη εποχή! Τώρα είναι Μάιος... και ο Θεός να μας φυλάει!
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 5 Μαΐου 2019