ΑΠΟΨΕΙΣ

Πεθαίνει η εποχή του «going to the movies»;

 31/03/2024 22:00

Ανήκετε και εσείς σ’ αυτούς που τους τελευταίους μήνες σκέφτηκαν πως οι ταινίες επέστρεψαν; Πήγαν πολλοί, είναι αλήθεια, στην σκοτεινή αίθουσα για να δουν την «Barbie» και τον «Oppenheimer». Ακόμα να κοπάσει η αίσθηση για την αισθητική και ηθική επίδραση των «Poor things».

Στην Αμερική αναζητούν τις πραγματικές διαστάσεις του φαινόμενο «Barbenheimer».

Πόσο άλλαξε η σχέση ημών των μεγαλύτερων με τον κινηματογράφο, βοηθούσης και της πανδημίας 2020-22; Γιατί οι καθημερινές -οικονομικές, κυρίως αλλά όχι μόνο- δυσκολίες δεν μας αφήνουν να επιστρέψουμε μαζικά στη σκοτεινή αίθουσα;

Σινεφίλ υπάρχουν και λεφτά δεν χρειάζεται να υπάρχουν πολλά. Ή μήπως αυτό το τελευταίο είναι υπό αμφισβήτηση;

Γιατί αδειάζουν οι κινηματογραφικές αίθουσες; Πλάκα-πλάκα όσο κι αν το σινεμά παραμένει μία προσιτή έως φθηνή μορφή διασκέδασης (και ευτυχώς πηγή μαγείας), το εισιτήριο μίας προβολής κοστίζει σχεδόν όσο η μηνιαία συνδρομή σε μία πλατφόρμα streaming.

Συμφωνούμε όλοι βέβαια ότι το filmgoing είναι πολιτισμός και όχι απλώς «πολιτιστική κίνηση». Στην Γερμανία και την Αγγλία, σε διάφορα φεστιβάλ ξεκίνησαν καμπάνιες με τίτλους όπως «διαλέγουμε τη μεγάλη οθόνη (We choose the big screen).

Είναι όμως αυτά παρηγοριά μπροστά στο αβέβαιο μέλλον των αιθουσών;

Από την άλλη πάλι, μπορείς να περιοριστείς και να ευχαριστηθείς σινεμά στις λιγοστές ίντσες της τηλεόρασης ή του λάπτοπ;

Ταινίες που προβλήθηκαν την πρώτη εβδομάδα σε λίγους κινηματογράφους και για μερικές ημέρες μετά, σε κάποιους λιγότερους, κατέληξαν αναμενόμενα στο φιλόξενο Netflix. Αυτή είναι η κατάσταση σήμερα.

Φίλος από την Αθήνα ήρθε στη Θεσσαλονίκη για λίγες μέρες και η παλιά φοιτητική παρέα κινητοποιήθηκε και έκλεισε προς τιμήν του τραπέζι σε ένα καλό ουζερί του κέντρου.

Μέσα στις χαρές και τις αναμνήσεις, ο φίλος μας είπε κάποια στιγμή: «Ξέρετε ότι αυτό που κάνουμε τώρα, στην Αθήνα το έχει κόψει το 70% του κόσμου;».

Όταν ήρθε ο λογαριασμός -για έξι άτομα 170 ευρώ- βρήκαμε λογική τη διαπίστωσή του. Με πέντε πίτσες και μπίρες θα δίναμε λιγότερα από τα μισά, αν μέναμε σπίτι. Το έξω όμως είναι μία αγαπημένη διαδικασία κοινωνικοποίησης και ικανοποίησης.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις ταινίες. Η δυνατότητα να τις δεις στο σπίτι κοστίζει ελάχιστα αλλά το να πας στο σινεμά είναι αλλιώς. Είναι η παρέα, η βόλτα, το να «βγαίνεις για να ξεσκάσεις» και το ποτό για να συζητήσουμε το έργο μετά. Δεν είναι τόσο η ανάγκη να δεις την ταινία όσο οι παράπλευρες απολαύσεις της.

Κανονική ζωή δηλαδή, όπως τη μάθαμε «τα χρυσά χρόνια του ΠΑΣΟΚ που λένε χαριτολογώντας κάποιοι.

Το πως βλέπουμε όμως τις ταινίες επηρεάζει και το τι ταινίες θα παράγονται καθώς δεν μπορεί αυτή η τάση απομάκρυνσης από τις κινηματογραφικές αίθουσες να μην επηρεάσει και την ποιότητα αλλά και το είδος των ταινιών που έρχονται.

Μισοάδειες κινηματογραφικές αίθουσες η και χειρότερα, σημαίνει πως αλλάζει απλώς η συμπεριφορά των καταναλωτών και όσο απομακρυνόμαστε από τα χρόνια της πανδημίας, οι συνέπειες του COVID βγαίνουν ολοένα από την εξίσωση. Τα στούντιο αναγκάζονται να κάνουν λιγότερες ταινίες μεγάλου προϋπολογισμού ενώ επηρεάστηκε και η θεματολογία που επιλέγουν.

Ο 20ός αιώνας, τελικά φαίνεται πως ήταν η μεγάλη εποχή των ταινιών, και η αποθέωση της σπουδαίας αυτής μορφής ψυχαγωγίας από τρεις γενιές. Αυτή όμως η αγαπημένη συνήθεια αργοπεθαίνει στον νέο αιώνα.

Και το χειρότερο: Όλο και λιγότεροι πιστεύουν πως τελικά θα υπερισχύσουν η έλξη και δύναμη της κινηματογραφικής εμπειρίας της αίθουσας.

Στη ζωή είναι γεγονότα που τα θυμάσαι, όσα χρόνια και αν περάσουν λεπτό προς λεπτό που λέει ο λόγος. Ένα από αυτά είναι η πρώτη ταινία που είδες. Για μένα ήταν το «Δόλωμα» με την Αλίκη Βουγιουκλάκη και τον Αλέκο Αλεξανδράκη σε θερινό σινεμά, μικρός το 1964.

Άλλη μία στιγμή, δεμένη κι αυτή εμμέσως με το σινεμά ήταν ένα μεσημέρι , άνοιξη του 1972, όταν γυρίζοντας από το σχολείο είδα στην είσοδο του σπιτιού τον μπαμπά μου μαζί με έναν υπάλληλο καταστήματος ηλεκτρικών ειδών να κρατούν μία κεραία τηλεόρασης ενώ δίπλα τους υπήρχε μία μεγάλη κούτα για την οποία δεν είχα καμία αμφιβολία: Τηλεόραση! Grundig.

Το επόμενο βράδυ στο σαλόνι μαζί με τον πατέρα μου βλέπαμε τον Χόμφρεϊ Μπόγκαρτ και τον Γουόλτερ Χιούστον στον «Θησαυρό της Σιέρα Μάντρε» (The Treasure of the Sierra Madre. Ταινία που είχε δει έφηβος το 1948) και τη θυμόταν με κάθε λεπτομέρεια. Η μαγεία της σκοτεινής αίθουσας βλέπετε.

Για λίγα χρόνια το σινεμά γι’ αυτόν τον φανατικό της κινηματογραφικής αίθουσας έγινε το σαλόνι μας με τα έργα που έπαιζαν το ΕΙΡΤ και η ΥΕΝΕΔ.

Μετά όμως ήσυχα επέστρεψε στην σκοτεινή αίθουσα όπου είχε επί 25 χρόνια περάσει χιλιάδες ώρες. Λέτε να υπάρχει Ελπίς;

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 31.03.2024

Δημοφιλείς Απόψεις