Στην εξωτερική πολιτική δε χωρούν προχειρότητες και μικρότητες
Εδώ και έξι χρόνια διαβάζω για επικείμενες υποχωρήσεις στα θέματα που έχουμε με την Τουρκία. Καλοπροαίρετοι άνθρωποι, αλλά και επαγγελματίες κινδυνολόγοι διαψεύδονται από τα γεγονότα. Και όμως αυτοί επιμένουν. Είναι γεγονός πως τόσο επάνω στα ελληνοτουρκικά όσο και επάνω στο κυπριακό κτίστηκαν καριέρες «έγκυρων» αναλυτών, διπλωματών, πανεπιστημιακών και φυσικά πολιτικών. Όλοι αυτοί μας βομβαρδίζουν με ασκήσεις επί χάρτου, ανιχνεύουν προθέσεις, δικάζουν και καταδικάζουν πολιτικές που ουδέποτε διατυπώθηκαν και όλα αυτά διότι με αυτόν τον τρόπο επιβεβαιώνουν την ύπαρξή τους. Αποκτούν έναν ρόλο και ο ρόλος στη ζωή είναι ιδιαίτερα σημαντικό πράγμα.
Τώρα βρισκόμαστε και πάλι στο ίδιο σημείο. Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι ενοχλήθηκαν από τις συζητήσεις που γίνονται μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τις οποίες βάφτισαν διαπραγματεύσεις. Δε χρειάζεται να καταφύγει κάποιος σε λεξικά της ελληνικής γλώσσας για να αντιληφθεί την εννοιολογική διαφορά των δύο λέξεων. Και όμως όλοι αυτοί επιμένουν πως διεξάγονται διαπραγματεύσεις. Τελικά η φράση «αν η πραγματικότητα δε συμβαδίζει με τις επιθυμίες μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα», έχει διαχρονική ισχύ και προς πάσα κατεύθυνση.
Πού βρισκόμαστε σήμερα; Οι δύο υπουργοί Εξωτερικών διερευνούν αν υπάρχει μία συναντίληψη επί της ουσίας και σε ποια ζητήματα, ώστε στη συνέχεια να μπουν στη διαπραγμάτευση. Δηλαδή βρισκόμαστε σε ένα προκαταρκτικό στάδιο και τίποτα παραπάνω. Συγχρόνως, και ενώ βρισκόμαστε σε αυτό το στάδιο, επικρατούν τα «ήρεμα νερά» στο Αιγαίο που δεν κατάλαβα ποτέ γιατί ενοχλούν κάποιους. Γιατί τα «ήρεμα νερά» να είναι προάγγελος εθνικών υποχωρήσεων; Από πού προκύπτει αυτό; Και δεν αναφέρομαι στους επαγγελματίες «τουρκοφάγους».
Από την άλλη πλευρά υπήρξε μία άστοχη δήλωση του υπουργού Εξωτερικών του κ. Γεραπετρίτη, όταν σε ραδιοφωνική εκπομπή δήλωσε πως: «Αν είναι να αφήσω μία μεγάλη παρακαταθήκη για τη χώρα μου για τις επόμενες γενιές, να είναι μία γειτονιά ήρεμη… ας χαρακτηριστώ και μειοδότης». Δε χρειάζονται τέτοιες δηλώσεις που πέραν όλων των άλλων, θα μπορούσαν να εγείρουν υποψίες για υποχωρήσεις. Γιατί σε τι άλλο παραπέμπει η λέξη «μειοδότης;» Όπως ήταν φυσικό προκλήθηκαν αντιδράσεις, υπήρξαν διαψεύσεις, όμως τελικά αποδεικνύεται για μία ακόμα φορά ότι στα κρίσιμα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής η σιωπή είναι χρυσός. Δε χρειάζονται δραματικές δηλώσεις και ουδείς ζήτησε από ουδένα να θυσιαστεί. Αυτό που ζητούν οι πολίτες από όλους αυτούς που χειρίζονται τα εθνικά μας θέματα είναι σοβαρότητα και υπευθυνότητα.
Δυστυχώς, στην όλη εγχώρια αντιπαράθεση για τα ελληνοτουρκικά, ενεπλάκη κατά τρόπο άκομψο και το κυπριακό. Εκεί προφανώς τα πράγματα είναι πιο ξεκάθαρα και τις αποφάσεις θα τις λάβει η κυπριακή κυβέρνηση και οι Ελληνοκύπριοι, όπως ακριβώς έγινε με το σχέδιο Ανάν και με το Κραν Μοντανά. Οι παρεμβάσεις -και μάλιστα επικριτικές από Έλληνες πολιτικούς- τελικά μόνο ζημία κάνουν. Η Ελληνοκυπριακή πλευρά έχει σχηματίσει εδώ και σχεδόν είκοσι χρόνια μιαν αντίληψη για το κυπριακό πρόβλημα, οφείλουμε να τη σεβαστούμε και έτσι να πορευτούμε. Τελικά, καλόν είναι να αφήσουμε το κυπριακό έξω από την εσωτερική μας αντιπαράθεση.
Αν θέλουμε κάπου να καταλήξουμε είναι πως σχεδόν όλοι γνωρίζουμε πού θα καταλήξει ο νέος γύρος των ελληνοτουρκικών συζητήσεων -όπου και οι προηγούμενοι- και επίσης γνωρίζουμε ότι κάκιστα αυτό το ζήτημα αποτέλεσε και αποτελεί σημείο ενδονεοδημοκρατικών τριβών.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26-27.10.2024