ΑΠΟΨΕΙΣ

Κοινωνική κατοικία και ελληνικά παράδοξα

 23/08/2022 11:52

Επιτέλους, φαίνεται να προχωρά και από την κυβέρνηση η συζήτηση για την «κοινωνική κατοικία» στη χώρα!

Παρότι είναι σημαντικό να περιμένουμε τις επίσημες ανακοινώσεις για τα μέτρα και τις ρυθμίσεις, αξίζει να αναφερθούν κάποια από τα χαρακτηριστικά που συγκροτούν, και σε αυτό το πεδίο, ένα ελληνικό παράδοξο. Να συνυπολογίσουμε τις ιδιαίτερες εκείνες παραμέτρους του προβλήματος και τους εγχώριους γρίφους, για να μην οδηγηθούμε σε ένα ακόμα βάουτσερ, σε μίαν άλλη πλατφόρμα και σε μία πρόσκαιρη μικροδιευθέτηση, που θα φέρει σε λίγο χρόνο, εκ νέου, το πρόβλημα μπροστά μας.

Καταρχάς, μιλάμε για τη στέγη στις μεγάλες πόλεις, καθώς η εξεύρεση κατοικίας στα νησιά αποτελεί ένα άλλο θέμα, που χρήζει μιας ειδικής αντιμετώπισης, ιδιαιτέρως για όσους, στην πλειοψηφία τους νέους, γιατρούς και εκπαιδευτικούς, αποφασίζουν να εργαστούν στα νησιά και τις ακρώρειες της χώρας και δεν βρίσκουν ένα αξιοπρεπές κατάλυμα. Όπως και για τους εποχικούς εργαζόμενους στις τουριστικές επιχειρήσεις, αιτία σημαντική για την άρνηση εργασίας που παρατηρήθηκε φέτος. Περιοριζόμαστε λοιπόν στο πρόβλημα που εντοπίζεται στις μεγάλες πόλεις. Οι προσεγγίσεις που καθημερινά επιχειρούνται στον δημόσιο λόγο, αφορούν, από τη μία, στις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες των σημερινών νοικοκυριών λόγω μεγάλου κόστους (σωστά!) και, από την άλλη, στην έλλειψη κατοικιών λόγω παλαιότητας κτιριακού αποθέματος (είναι έτσι;).

Το ζήτημα προέκυψε τα τελευταία τέσσερα περίπου χρόνια, στα οποία παρατηρείται μια εκτόξευση στις τιμές των ενοικίων και της αγοράς κατοικίας, που δεν μπορεί να συναγωνιστεί ούτε τις πιο « γαλαντόμες» εποχές των δεκαετιών του ‘90 και του 2000. Ένα από τα παράδοξα, που χρήζουν μελέτης, προκειμένου να ληφθούν στέρεες αποφάσεις, είναι το εξής: Μέχρι, περίπου και το 2017, στην Ελλάδα εντοπιζόταν το αντίστροφο πρόβλημα. Υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες ξενοίκιαστα διαμερίσματα και οι τιμές ενοικίασης ήταν εξαιρετικά χαμηλές. Υπήρχε προσφορά και δεν υπήρχε ζήτηση. Μέσα σε τέσσερα χρόνια έχουμε μεγάλη ζήτηση και δεν έχουμε προσφορά. Γιατί; Είναι τόσοι πολλοί οι νέοι που γύρισαν στα πατρικά τους, ή αντίστροφα, οι ηλικιωμένοι που αναγκάστηκαν, λόγω κρίσης, να συγκατοικήσουν με τους νεότερους, που τώρα, αναζητούν αυτονομία στη στέγη; Να λάβουμε υπόψη ότι από τους εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες της προηγούμενης δεκαετίας, στη συντριπτική τους πλειοψηφία νέοι, ελάχιστοι είναι αυτοί που επέστρεψαν, για να επηρεάσουν τα μεγέθη. Ούτε υπάρχει σαφές δείγμα καινούργιας μαζικής πολιτογράφησης στην Ελλάδα, που να αλλάζει τα δεδομένα. Και βέβαια, η διασφάλιση αξιοπρεπούς κατοικίας είναι θεμελιώδες δικαίωμα και η αντιμετώπιση της έλλειψής της, απαιτεί γενναίες πολιτικές που θα δίνουν, ωστόσο, λύσεις διαρκείας και δεν θα εμπίπτουν σε προεκλογικές λογικές περιορισμένου χρονικού ορίζοντα.

Αυτές οι πολιτικές δεν πρέπει να αποτελούν ευκαιριακές παροχές. Αναγνωρίζονται ως υποχρέωση των κυβερνήσεων, καθώς στον Χάρτη των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ε.Ε. υπάρχει αναφορά: «Η Ευρωπαϊκή Ένωση αναγνωρίζει και σέβεται το δικαίωμα κοινωνικής αρωγής και στεγαστικής βοήθειας προς εξασφάλιση αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όλους όσοι δεν διαθέτουν επαρκείς πόρους». Σε πολλές χώρες της Ευρώπης λειτουργούν προγράμματα συντονισμένης δράσης κυβερνήσεων και αυτοδιοίκησης που αντιμετωπίζουν, κατόπιν έρευνας των δεδομένων κάθε περιοχής, το πρόβλημα της αστεγίας. Εδώ λοιπόν, για να μην συναντάμε ελληνικά παράδοξα, πρέπει να γίνουν εμπεριστατωμένες μελέτες, με προοπτική επίλυσης, τουλάχιστον δεκαετίας. Πρώτα απ’ όλα, το δημόσιο, όπως και η αυτοδιοίκηση οφείλουν, να δημοσιοποιήσουν τα δικά τους χιλιάδες σχολάζοντα, καταρρέοντα ή χρησιμοποιούμενα από αγνώστους ακίνητα, για τα οποία δεκαετίες τώρα γίνεται λόγος θολός και χωρίς στοιχεία. Σε αντίθεση με την πρακτική κάθε άλλης ευρωπαϊκής χώρας.

Και βέβαια, η ανάλυση των πραγματικών παραμέτρων, πρέπει να βασιστεί στα στοιχεία της απογραφής. Πόσοι ήμασταν, πόσοι είμαστε και πόσοι προβλέπεται να είμαστε, ή θέλουμε να είμαστε, τα επόμενα χρόνια. Οι πολιτικές κοινωνικής κατοικίας πρέπει να είναι, μεταξύ άλλων, και τμήμα των πολιτικών για την αντιμετώπιση της δημογραφικής γήρανσης, όπως και της ερημοποίησης της μισής χώρας. Από την ΕΛΣΤΑΤ λοιπόν, και με δεδομένα και τη χωρική τους κατανομή, θα προκύψουν και οι απαντήσεις. Μια απλή περιήγηση στα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, δείχνει ότι το θέμα έχει πολλαπλές διαστάσεις. Στα διαθέσιμα, από την απογραφή του 2011, στοιχεία, προέκυπτε ότι μία στις τρείς κατοικίες, των άνω των 6 εκατομμυρίων που βρίσκονται στη χώρα, ήταν κενές. Και παρόλα αυτά η προσφορά μεγάλη!! Αναμένεται η επεξεργασία των τωρινών αποτελεσμάτων της πρόσφατης απογραφής, που, μην ξεχνάμε, έδωσε σαφή μείωση πληθυσμού. Το πρόχειρο συμπέρασμα είναι ότι τα σπίτια αυτά είναι παλιά, οι ιδιοκτήτες τους δεν μπορούν να τα ανακαινίσουν και χρειάζεται κάποιο πρόγραμμα επιδοτήσεων για να προσφερθούν για ενοικίαση. Είναι έτσι; Ποιος ξέρει; Αν δεν γνωρίζεις την αιτία δεν μπορείς να πιθανολογήσεις την αποτελεσματικότητα των παροχών. Προγράμματα για ανακαίνιση, ενεργειακή αναβάθμιση κλπ, δίνονται εδώ και χρόνια με το «Εξοικονομώ». Πόσο αυτά συνεισέφεραν στην επίλυση και του προβλήματος έλλειψης στέγης αλλά και της αναβάθμισης των κτιρίων; Μήπως λειτούργησαν αντίστροφα; Όποιος έχει απαντήσεις, ευπρόσδεκτες. Τα προγράμματα αυτά δίνονται με επιλέξιμη την παλαιότητα και, σε πολλές περιπτώσεις, αφορούν διαμερίσματα σε συνολικά απαξιωμένες οικοδομές, κάποιες φορές σε υπόγεια που η χρήση τους νομιμοποιήθηκε με το νόμο των αυθαιρέτων. Οι «επιδοτήσεις» αναβαθμίζουν πρόσκαιρα τους εσωτερικούς χώρους, δίνουν υπεραξία συμβάλλοντας με τη σειρά τους στο φαινόμενο της παράλογης αύξησης των ενοικίων, καθώς οι ιδιοκτήτες από κάπου πρέπει να βγάλουν όσα χρωστούν στην τράπεζα για την αποπληρωμή του δανείου.

Το σημαντικότερο, κατά τη γνώμη μου, είναι πως, η πρόσκαιρη «αναβάθμιση» δεσμεύει το σύνολο του, κατά τα άλλα, απαρχαιωμένου οικοδομήματος. Πολυιδιοκτησία και «εξοικονομώ» είναι ο σίγουρος συνδυασμός για την ματαίωση οποιασδήποτε επιχείρησης αντικατάστασης των εκατοντάδων χιλιάδων γηρασμένων πολυκατοικιών αλλά, και απότομης αύξησης του κόστους κατοικίας. Όλα αυτά, ενώ, ψηφίζονται και ξαναψηφίζονται νόμοι που δίνουν κίνητρα κατεδαφίσεων και ανοικοδομήσεων με σύγχρονες περιβαλλοντικές προδιαγραφές. Και, ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα που έχουν οι ελληνικές πόλεις, δυσεπίλυτο και που δεν το αγγίζει κανείς, είναι η τύχη αυτού του παρωχημένου κτιριακού αποθέματος, της φθηνής κατασκευής, της εργολαβίας των 60, 70.

Συνοψίζοντας, οι ΑΝΑΓΚΑΙΕΣ πολιτικές κοινωνικής κατοικίας πρέπει να δίνουν μακροχρόνια βιώσιμες απαντήσεις και να παίρνουν υπόψη όλα τα δεδομένα της ελληνικής πραγματικότητας. Διαφορετικά, θα ζήσουμε έναν φαύλο κύκλο επιδοτήσεων που θα τροφοδοτεί την περαιτέρω αύξηση του κόστους κατοικίας σε «αναβαθμισμένα» υποβαθμισμένα μικρά διαμερίσματα. Αναμένοντας το πλέγμα των ρυθμίσεων που ήδη άργησαν

ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ

Στην Βιέννη υπολογίζεται ότι άνω του 60% των κατοίκων μένει σε κτίρια κοινωνικής στέγης, ενώ χώρες όπως η Ισπανία αλλά και οι σκανδιναβικές, έχουν προχωρήσει σε πρότυπες αρχιτεκτονικά κατασκευές, αμφισβητώντας την παλιά αντίληψη της άσχημης και μίζερης λύσης, προσφέροντας εξαιρετικά πειράματα κοινωνικής συμβίωσης. Στο Βερολίνο πρόσφατα, προκειμένου να τιθασευτεί το κόστος ενοικίου, το δημόσιο αγόρασε 14.750 διαμερίσματα, ενώ στην Ολλανδία σχεδιάζεται η κατασκευή ενός εκατομμυρίου διαμερισμάτων.

Ιστορικό, κοινωνικό και αρχιτεκτονικό ενδιαφέρον έχει και η πορεία του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας στην Ελλάδα. Υπάρχουν «εργατικές» σε διάφορες πόλεις της χώρας που σχεδιάστηκαν από τον Άρη Κωνσταντινίδη, ο οποίος μάλιστα παραιτήθηκε όταν οι προτάσεις του για κοινόχρηστους ανοιχτούς χώρους δεν γίνονταν αποδεκτές.

Μία τέτοια δημόσια συζήτηση που θα έθετε στο τραπέζι όλα τα θέματα που αφορούν στη βιωσιμότητα των πόλεών μας και τις σύγχρονες ανάγκες των πολιτών, θα είχε εξαιρετικό ενδιαφέρον!

* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 21.08.2022