«Ούλα καλά;» «Πάντα καλά!»
Από τις ειδήσεις των ημερών μαθαίνουμε ότι χτυπήθηκε και το Μουσείο Τέχνης στην Μαριούπολη, που έχει το όνομα του μεγάλου ζωγράφου ελληνικής καταγωγής Αρχίπ Κουίντζι. Το πλήρες ελληνικό του όνομα φέρεται να ήταν, Άρχιππος Κουγιουμτζής.
Γεννημένος το 1842 στην Μαριούπολη, έζησε την καλλιτεχνική του ζωή σε διάφορες πόλεις πριν καταλήξει στην Αγία Πετρούπολη, όπου και πέθανε, αναγνωρισμένος από την ευρωπαϊκή καλλιτεχνική κοινότητα. Τίμησε την ρωσική οικογένεια των ζωγράφων συμμετέχοντας σε καλλιτεχνικά κινήματα και τιμήθηκε από την τσαρική Ρωσία, την ΕΣΣΔ, την Ρωσική και την Ουκρανική κυβέρνηση. Είχα την χαρά να δω έργα του στην Πινακοθήκη Τετριακόφ στην Μόσχα και να καθηλωθώ, όπως όλοι, από τον μοναδικό τρόπο που δουλεύει με το φως. Άγνωστος στην Ελλάδα, όπως δεκάδες, εκατοντάδες επιστήμονες και καλλιτέχνες των τελευταίων αιώνων, που σφράγισαν με το έργο τους τέχνες και γράμματα, που αναγνωρίζονται από τις χώρες όπου έζησαν, που ποτέ στη βιογραφία τους δεν σβήστηκε η ελληνική τους καταγωγή στην επαλληλία των πολιτικών αλλαγών, των ιστορικών καταστροφών και θριάμβων. Διαβάζοντας τα ελάχιστα από την μεταφρασμένη βικιπαίδεια για τη ζωή του, μαθαίνουμε ότι μικρός διδάχθηκε τα ελληνικά από Έλληνα δάσκαλο και φοίτησε και για κάποιο διάστημα στο σχολείο της περιοχής που γεννήθηκε, στο χωριό Καρασού.
Έλληνες δάσκαλοι, σχολείο, κοινότητα στην Μαριούπολη εκείνη την εποχή;
Στην Ελλάδα συνήθως είτε αγνοούμε την ιστορική ελληνική Διασπορά είτε την γενικεύουμε με κάτι τίτλους ημιμάθειας του τύπου «οι Έλληνες ζούσαν στα χώματα αυτά χιλιάδες χρόνια», δίνοντας την εικόνα ότι όσοι γεννιούνται εκεί, μπορούν να ζητήσουν πιστοποιητικό καταγωγής από τον Ιάσονα (της Αργοναυτικής εκστρατείας).
Το συγκλονιστικό ενδιαφέρον της ελληνικής παρουσίας στον Εύξεινο Πόντο είναι η διαχρονία του, πράγματι, από τους χρόνους της δικής μας μυθολογίας μέχρι σήμερα, αλλά και οι μετακινήσεις πληθυσμών, όπως αυτή των σημερινών Μαριουπολιτών από την Κριμαία, που, ωστόσο, συνοδεύονταν πάντοτε από μια συνείδηση εθνική, βασισμένη στα γράμματα, ακόμα και τα χρόνια που δεν υπήρχε ελληνικό κράτος. Εκατοντάδες χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι έζησαν και πέθαναν ως Έλληνες, Ρουμ Ορτοντόξ, χωρίς ποτέ να γνωρίσουν αυτό που εμείς, οι νεότεροι εδώ, στο ελληνικό κράτος των στενών συνόρων, ονομάζουμε Ελλάδα.
Τουλάχιστον δύο φορές, σε χωριά της σημερινής Ουκρανίας και Ρωσίας, επισκέφθηκα μικρά «Μουσεία Ελλάδας» που τα δημιούργησαν και τα στήριζαν φτωχοί άνθρωποι από το υστέρημά τους. Δεν είχαν περάσει ποτέ τα σύνορα. Η Ελλάδα ήταν ιδέα, ταυτότητα, κλέος και καημός. Παρά τον καταιγισμό των πολεμικών ειδήσεων του τελευταίου μήνα εξαιτίας του πολέμου και των μαύρων κινδύνων που υψώνονται επάνω από την υπνώτουσα Ευρώπη, λίγα μαθαίνουμε για την ελληνική παρουσία στην περιοχή.
Και ο Μαρασλής, από όσο γνωρίζω, δεν ήρθε ποτέ στην Ελλάδα. Εκλεγμένος τέσσερις φορές δήμαρχος, συνέβαλε καθοριστικά στην μεταμόρφωση της Οδησσού σε μία σύγχρονη πόλη με υποδομές και προνοιακά ιδρύματα. Δεκάδες δημόσια κτίρια είναι της «εποχής Μαρασλή». Νοσοκομεία, γηροκομεία, πτωχοκομεία, σχολεία, παιδικοί σταθμοί, υδραγωγεία και πάρκα. Με προσωπική του δωρεά κατασκευάστηκε κτίριο προκειμένου να λειτουργήσει δημόσια βιβλιοθήκη, που, στη συνέχεια, στέγασε το Αρχαιολογικό Μουσείο. Προσέφερε για τον σκοπό αυτόν χιλιάδες τόμους της προσωπικής του βιβλιοθήκης. Τους πίνακες της άλλης προσωπικής του συλλογής τους δώρισε στην Εθνική Πινακοθήκη της Ελλάδος.
Ο Μαρασλής είναι στην Ελλάδα γνωστός, αορίστως, ως ευεργέτης. Μεταξύ άλλων, έκανε δωρεά στην ελληνική κοινότητα της Οδησσού, το σπίτι του πατέρα του, έδρα της Φιλικής Εταιρείας και ίδρυσε τα Μαράσλεια Σχολεία (Διδασκαλείο Αθηνών, Αστική Σχολή στο Φανάρι, Εμπορικό και Πρακτικό Σχολείο στην Θεσσαλονίκη, σχολή στην Φιλιππούπολη, Εμπορική Σχολή Αθηνών -σημερινό Οικονομικό Πανεπιστήμιο). Με δική του πρωτοβουλία διοργανώθηκε η Διεθνής Έκθεση Αθηνών.
Για τα γυρίσματα της Ιστορίας και τη συμπεριφορά του ελληνικού νεότερου κράτους, ας κρατήσουμε το εξής: ο Μαρασλής πέθανε το 1907. Μετά την επανάσταση, η γυναίκα του κατέφυγε στην Ελλάδα. Σε απάντηση αίτησης φιλοξενίας, της παραχωρήθηκε ένα δωμάτιο στο υπόγειο του Μαράσλειου Διδασκαλείου. Υστέρα από χρόνια, της εγκρίθηκε «τιμητική σύνταξη» για μια αξιοπρεπή διαβίωση…
Η Μαριούπολη ισοπεδώνεται και η Οδησσός πολιορκείται. Όποιος επισκέφθηκε την πόλη της Παναγίας δεν μπορεί να δεχθεί τις εικόνες της καταστροφής. Αλλά και όποιος περπάτησε στο κόσμημα της Μαύρης Θάλασσας, την πόλη ανοιχτό μουσείο της Οδησσού, δεν μπορεί να διανοηθεί ότι κινδυνεύει από καταστροφή από ανθρώπου χέρι.
Διάβαζα σε ρεπορτάζ της Σοφίας Προκοπίδου στο Αθηναϊκό Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, τις συνομιλίες με τις γυναίκες προέδρους των ελληνικών κοινοτήτων της Ουκρανίας που βρίσκονται ήδη στην Ελλάδα ή στον ατελείωτο δρόμο της προσφυγιάς. Παρά τον όλεθρο και την ψυχική και σωματική τους διάλυση, η σκέψη και οι λέξεις αφορούσαν στην εθνική επέτειο, την ελληνική επανάσταση και τις γιορτές που δεν κατάφεραν φέτος να διοργανώσουν. Έκλειναν τις πονεμένες τους συνομιλίες με τη φράση «θα ξαναβρεθούμε».
Οι Μαριουπολίτες, είτε έχουν διδαχθεί τα ελληνικά είτε όχι, είτε γνωρίζουν τα γλωσσικά ιδιώματα των γενεών τους είτε όχι, με δύο φράσεις χαιρετιούνται: «Ούλα καλά;» «Πάντα καλά!».
ΑΝΑΓΚΗ ΔΙΑΣΩΣΗΣ ΤΗΣ ΜΝΗΜΗΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
Εκείνα τα χρόνια των ανοικτών συνόρων και της εποικοδομητικής μας αναζήτησης, μου δόθηκε η ευκαιρία να γνωρίσω επιστήμονες και καλλιτέχνες της παρευξείνιας Διασποράς, για την καλύτερη γνωριμία της οποίας, διοργανώναμε τις εκδηλώσεις «Εύξεινος Θεσσαλονίκη». Είχε έρθει για λίγες ημέρες στην Θεσσαλονίκη μια σπουδαία φωνή της παραδοσιακής μουσικής της Μαριούπολης, η Ταμάρα Κατσή. Της πρότεινα να ηχογραφήσει τα τραγούδια της Αζοφικής σε ένα επόμενο, προγραμματισμένο για το σκοπό αυτό, ταξίδι. Δεν ξέρω τι προαίσθηση είχα και της ζήτησα να γίνει η ηχογράφηση, χωρίς άλλη προετοιμασία, την επόμενη ημέρα. Έτσι και έγινε.
Η Ταμάρα, χάθηκε λίγο καιρό αργότερα, σε αυτοκινητιστικό. Η Ταμάρα γεννήθηκε στο χωριό Σαρτανά και όλοι της οι πρόγονοι ήταν μουσικοί. Ο παππούς και η γιαγιά της συμμετείχαν σε προπολεμικό μουσικό συγκρότημα που λεγόταν «Σαρτανιώτικα Μαργαριτάρια». Το ελληνικό πολιτιστικό κέντρο της Μαριούπολης δεν ξέρω εάν υπάρχει πια. Ούτε οι συλλογές του.
Ο πόλεμος σήμερα ρίχνει φώτα ολέθρου στην ακμαία ελληνική Κοινότητα της Μαριούπολης. Η ελληνική παρουσία, ωστόσο, σφραγίζει όλες τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Τις παραδουνάβιες, την Μολδοβλαχία, την Κριμαία, τις απέναντι και τις νότιες. Από αρχαιολογικού ενδιαφέροντος τόπους, μέχρι την άυλη παράδοση της μουσικής, από τη ζωή των Κοινοτήτων μέχρι τους διωγμούς και τις αναγκαστικές μετακινήσεις, πρέπει να υπάρξει εθνικό ενδιαφέρον, η Ιστορία και η παράδοση αυτή, να καταγραφεί, να τεκμηριωθεί, να γίνει μάθημα στα σχολεία και αντικείμενο μελέτης στα Πανεπιστήμια.
Να γιατί, είναι σημαντική η ίδρυση ενός Κέντρου της Ελληνικής Διασποράς στην Θεσσαλονίκη.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 27.03.2022