Χωρίς κωδικούς, ούτε φακή από το μπακάλικο
Λίγο πριν από τον COVID-19 συνέβη στα Δικαστήρια το εξής φαιδρό: Καταργήθηκαν τα μεγαρόσημα σε φυσική μορφή. Αυτό ονομάσθηκε «αποϋλοποίηση». Τα μεγαρόσημα είναι μια μορφή χαρτοσήμων χωρίς τα οποία στα Δικαστήρια δεν κουνιέται φύλλο. «Καλημέρα» λες, μεγαρόσημο σου ζητούν. Η συνηθέστερη χρήση τους είναι για τα πιστοποιητικά. Τα οποία πιστοποιητικά, βεβαίως, δεν αποτελούν αποκλειστικότητα των δικηγόρων που ως επαγγελματίες, δεν θα πείραζε να ταλαιπωρηθούν λίγο προς όφελος κάποιας μορφής εκσυγχρονισμού. Αφορούν όλο τον κόσμο.
Πήγαινε, λοιπόν, μέχρι προχθές η γιαγιά στο Δικαστικό Μέγαρο, αγόραζε δύο μεγαρόσημα των τριών και δύο ευρώ από τα εκδοτήρια του Δικηγορικού Συλλόγου, στεκόταν στην ουρά και κατέθετε την αίτηση για πιστοποιητικό μη δημοσιεύσεως διαθήκης του παππού. Όπου «γιαγιά», εσείς βάλτε κόρη, εγγονό, αδελφή, ανηψιά, γενικώς πολίτες. Ξαφνικά, από τη μια μέρα στην άλλη, προέκυψε το e-παράβολο. Στεκόταν η γιαγιά άναυδη μπροστά στη θυρίδα και η υπάλληλος, όχι χωρίς να αισθάνεται άβολα, προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι έπρεπε να μπει στο Διαδίκτυο, να συμπληρώσει ένα φορτηγό στοιχεία, να εκδώσει δύο παράβολα, ένα των τριών και ένα των δύο ευρώ, να τα πληρώσει με web banking και αφού φανεί η πληρωμή, να τα τυπώσει και να ξαναπεράσει. Όποιος το άκουσε αυτό και δεν είδε το εγκεφαλικό να έρχεται κατά μέτωπο, πέρασε τις εξετάσεις νηφαλιότητας. Αλλά αν κρίνει κανείς από τις κραυγές στον διάδρομο, μάλλον θα ήταν ο μοναδικός.
Αργότερα κάποιος πήρε την πρωτοβουλία και είπε ότι αντί για δύο παράβολα των δύο και των τριών ευρώ αρκούσε ένα των πέντε αλλά αυτό δεν έκανε την κατάσταση λιγότερο γελοία και τον θυμό μικρότερο. Για να μην γυρίσει η γιαγιά στο σπίτι της και ταλαιπωρηθεί δεύτερη μέρα, πήγαινε σε κάποιο κατάστημα για φωτοτυπίες και εκεί διεκπεραίωναν την διαδικασία για έκδοση του παραβόλου. Μετά, πήγαινε σε τράπεζα για να πληρώσει, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα στην Εθνική απέναντι από τα Δικαστήρια η ουρά να είναι ανάλογη εκείνης που υπήρχε έξω από τα θρυλικά ΓΑCΤΡΟΝΟΜ, της Μόσχας. Και αφού πλήρωνε, επέστρεφε στα Δικαστήρια για να καταθέσει την αίτηση, έχοντας χάσει μισή μέρα.
Ο παραλογισμός σταμάτησε ύστερα από διαμαρτυρίες των δικηγορικών συλλόγων αλλά η ιστορία παραμένει χρήσιμη γιατί δείχνει τι συμβαίνει όταν αποφασίζουν άνθρωποι από τα γραφεία τους, αγνοώντας την πραγματικότητα. Και γενικώς, ας το έχει υπ΄ όψιν της η κυβέρνηση κατά την διαδικασία ψηφιοποίησης των υπηρεσιών του Δημοσίου. Γίνονται, όντως, σημαντικά πράγματα. Αλλά το θέμα δεν είναι αποκλειστικά τεχνοκρατικό. Εάν ήταν, θα ζητούσαμε από τον Μπιλ Γκέιτς να μας στείλει τον οκτακοσιοστό βοηθό του και αυτός θα τα έκανε όλα μια χαρά. Οι αλλαγές απαιτούν και πολιτική διαχείριση. Δεν πρέπει να καταργούν δοκιμασμένες πρακτικές, δεν πρέπει να αποτελέσουν πρόσχημα ώστε κανείς να μην σηκώνει το τηλέφωνο στις δημόσιες υπηρεσίες, δεν είναι λόγος να μην θεωρούν το γνήσιο της υπογραφής στα ΚΕΠ επειδή μπορείς να το κάνεις και «από την πλατφόρμα», και, πάντως, πρέπει να λαμβάνουν υπόψιν την σχέση οφέλους / βάρους που καθεμία ξεχωριστά συνεπάγεται. Ανάμεσα σε εκείνους που σφάζουν κατσίκι στο γόνατο και σε εκείνους που νομίζουν ότι όλα τα προβλήματα λύνονται με username και password, υπάρχουν και κανονικοί άνθρωποι που είτε αποστρέφονται να συμπληρώνουν φόρμες και να γράφουν κάτι παραπαίοντα γράμματα και αριθμούς που λέγονται captscha για να αποδείξουν ότι «δεν είναι ρομπότ», είτε απλώς αδυνατούν λόγω ηλικίας, μόρφωσης ή γλώσσας να παρακολουθήσουν τις αλλαγές. Και τέλος πάντων, τους πρώτους ας τους θυσιάσουμε. Αλλά τους δεύτερους, δεν επιτρέπεται. Γιατί έτσι όπως πάμε, στο τέλος χωρίς κωδικούς, δεν θα μπορείς ούτε φακή να αγοράσεις από το μπακάλικο.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 05.07.2020.