Χωρίς κουκουλοφόρους
Δεν επιτρέπεται να αγνοήσουμε τις υποκλοπές. Είναι ζήτημα ατομικών και συνταγματικών ελευθεριών. Ούτε να τις βάλουμε στη ζυγαριά για να δούμε αν είναι βαρύτερες από τα επιτεύγματα της κυβέρνησης στην οικονομία, στα εθνικά θέματα ή στις μεταρρυθμίσεις. Με άλλα λόγια, δεν είναι επιχείρημα το «εδώ γίνονται τόσα σημαντικά πράγματα, με τις υποκλοπές θα ασχοληθούμε;». Αυτό θα μπορούσαν να το πουν, σε μία αντεστραμμένη συγκυρία, υποστηρικτές των Αγιατολάχ ή του Πούτιν, δηλαδή των αυταρχικών καθεστώτων στα οποία είχε σπεύσει ζητώντας υποστήριξη ο ΣΥΡΙΖΑ, όταν σχεδίαζε να βγάλει τη χώρα από την ΟΝΕ. Δεν μπορούν να το λένε άνθρωποι που έδωσαν μάχες για το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Τους αδικεί!
Αλλά πώς έχει σήμερα το θέμα των υποκλοπών; Μπορεί κάποιος να εξηγήσει ποια στοιχεία υπάρχουν, εκτός από τις λίστες που δημοσιεύονται σε δόσεις όπως το «Πικρή, μικρή μου αγάπη;» στα παλιά σινερομάντζα; Όσο ενδέχεται να είναι αληθινές, άλλο τόσο ενδέχεται να είναι παραμύθι. Όσο μπορεί οι υποκλοπές να ελέγχονταν από το πρωθυπουργικό περιβάλλον, άλλο τόσο μπορεί να ελέγχονταν από επιχειρηματίες που είχαν συμφέρον να γνωρίζουν τις σκέψεις κρίσιμων υπουργών. Για την Ελλάδα μιλάμε και δεν χρειάζεται μεγεθυντικός φακός για να δούμε το ήθος της μεγάλης επιχειρηματικότητας ή τις σχέσεις της με κόμματα και ΜΜΕ. Και εντέλει, γιατί τον υπουργό Εξωτερικών να παρακολουθεί ο πρωθυπουργός και όχι πράκτορες της Τουρκίας;
Δεν περιμένουμε να μας διαφωτίσει η «αποκαλυπτική δημοσιογραφία». Ο όρος αποτελεί ελληνική εφεύρεση και δεν σημαίνει απολύτως τίποτε. Μπορεί να είναι από ρεπορτάζ για το Survivor μέχρι εκβιαστικά πρωτοσέλιδα με τα οποία αγοράζονται βίλες στην Κυανή Ακτή. Από αυτήν, χορτάσαμε! Από την «ερευνητική δημοσιογραφία» ναι, περιμένουμε! Είναι σοβαρή υπόθεση. Αλλά ερευνητική δημοσιογραφία δεν σημαίνει λέω κάτι και πιστέψτε με επειδή το λέω εγώ. Σημαίνει διαπιστώσεις που θεμελιώνονται σε γεγονότα. Δηλαδή αποδείξεις. Που μέχρι στιγμής ούτε είδαμε ούτε κανείς ισχυρίστηκε ότι κατέχει.
Όσο, λοιπόν, δεν προσκομίζονται αποδείξεις, «υποκλοπές που κάνει το Μαξίμου» δεν υπάρχουν στον πραγματικό κόσμο. Υπάρχουν στον φαντασιακό κόσμο εκείνων που ζουν καταναλώνοντας σενάρια συνωμοσίας. Υπάρχουν και στον ιδιοτελή ή ιδεοληπτικό κόσμο εκείνων που ονειρεύονται να ανατραπεί η κυβέρνηση, γι’ αυτό θεωρούν θεμιτό ό,τι την κλονίζει. Για τους υπόλοιπους είναι λόγια του αέρα. Λέμε και ξαναλέμε τα αυτονόητα αλλά στις δημοκρατίες το βάρος αποδείξεως φέρει όποιος διατυπώνει τον ισχυρισμό. Το αντίθετο ίσχυσε στις Δίκες της Μόσχας. Και είναι μεν αλήθεια ότι πολλούς θαυμαστές του Βισίνσκι έχουμε μαζέψει στην δημόσια ζωή αλλά, ευτυχώς, μέχρι στιγμής δεν κατάφεραν να εφαρμόσουν μέχρι τέλους τις περί ποινικής δικονομίας απόψεις τους. Ούτε είναι καλή ιδέα να ξανακυλήσουμε στον βούρκο που οι παλαιότεροι ζήσαμε το ’89 και θέλουμε να ξεχάσουμε. Τότε, βέβαια, δεν ξέραμε ούτε το predator ούτε τη λέξη «επισυνδέσεις» ούτε την ψηφιακή τεχνολογία. Υποκλοπές τις λέγαμε όλοι, γίνονταν με πρωτόγονους τρόπους, με καλώδια στα ΚΑΦΑΟ της γειτονιάς και οι κασέτες πουλιόντουσαν στα καροτσάκια γύρω από την Ομόνοια. Αλλά η δηλητηρίαση της πολιτικής ζωής ήταν ίδια.
Και επειδή οι καταγγέλλοντες δεν φαίνεται ότι σκοπεύουν ή δύνανται να γίνουν λίγο πιο συγκεκριμένοι, ας περιμένουμε να αποφανθεί η Δικαιοσύνη. Προφανώς αυτό δεν γίνεται από τη μία μέρα στην άλλη. Αλλά θα γίνει. Όπως έγινε με τη «Νοβάρτις». Και, πάντως, χωρίς «κουκουλοφόρους» μάρτυρες. Που επίσης δεν αποδείχθηκαν καλή ιδέα.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20.11.2022