Δεν ξεχνάμε τον «αντιμνημονιακό αγώνα»
Δεκατέσσερα χρόνια μετά το διάγγελμα του Γιώργου Παπανδρέου από το Καστελόριζο, ότι η Ελλάδα προσφεύγει στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης και δι’ αυτού στο Μνημόνιο, η ελληνική κοινωνία αρνείται να τακτοποιήσει τους λογαριασμούς της με τα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Μπορεί να μην επαναλαμβάνει τις πανηγυρικές, δηλητηριώδεις ανοησίες που ακούγονταν τότε στον δημόσιο διάλογο («η κρίση είναι εφεύρεση κερδοσκόπων για να κλέψουν τον εθνικό πλούτο», «θα δανειστούμε από τον Πούτιν προεξοφλώντας τα κέρδη από τους υδρογονάνθρακες», «με την δραχμή καλύτερα», «θα μας στείλει πετρέλαιο ο Τσάβες» και άλλα που θυμόμαστε και σταυροκοπιόμαστε αφού δεν καταντήσαμε να κάνουμε συναλλαγές με μαρούλια) αλλά το ρήγμα που χωρίζει τον ορθολογισμό από τον ανορθολογισμό παραμένει αμετάβλητο. Βρισκόμαστε πάντα στο 62-38 που αποτύπωσε το δημοψήφισμα του 2015, απλώς αλλάζουν οι αφορμές που το επιβεβαιώνουν. Προχθές τα εμβόλια και τα μέτρα προστασίας για τον COVID-19, χθες η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, σήμερα ο θαυμασμός για τους Μουλάδες και το μίσος για το Ισραήλ, αύριο σίγουρα κάτι άλλο που δεν μπορεί να προβλέψει λογικός νους.
Δεν ακούγεται πολιτικά ορθό και δεν υπακούει στο χαζολόγημα της λήθης αλλά τα γεγονότα της περιόδου 2010-2015 επιβάλλεται να μην ξεχαστούν. Αντιθέτως, πρέπει να αποτελούν το πιστοποιημένο με το ISO της πραγματικότητας μέτρο με το οποίο θα αξιολογούμε τους πάντες. Μέχρι και τους θαμώνες του καφενείου. Με άνθρωπο που άκουσε ένα λεπτό Τράγκα και δεν έσπασε το ραδιόφωνο, με τον γείτονα που πίστεψε ότι αν βγούμε από τον ευρώ θα διαγραφεί το στεγαστικό του, με συνάδελφο που ψήφισε να θυσιάσουμε το ευρωπαϊκό κεκτημένο για να μην του στερήσει η Τρόικα τη σύνταξη στα 55, ακόμη και η «καλημέρα» είναι χαμένος χρόνος. Όχι επειδή έχουμε όρεξη για τσιριμόνιες. Αλλά για να προετοιμαστούμε εμείς και τα παιδιά μας για την επόμενη αναμέτρηση με τον παραλογισμό, το καραγκιοζιλίκι και τον τυχοδιωκτισμό. Καιροφυλακτούν!
Ακόμη περισσότερο, όμως, η συμπεριφορά κατά την περίοδο της αντιμνημονιακής παραφροσύνης αποτελεί το κριτήριο για να αξιολογήσουμε πολιτικούς και κόμματα. Ως αναγνώριση για εκείνους που ανέλαβαν τις ευθύνες τους απέναντι στην πατρίδα και ως αποδοκιμασία για εκείνους που έστησαν καριέρες και περιουσίες ενθαρρύνοντας τα πιο ταπεινά ένστικτα της κοινωνίας. Και εξίσου ως αυθεντική καταγραφή της σχέσης καθενός με τις αξίες της Δημοκρατίας. Εύκολο είναι να καθόμαστε από μακριά και να περνάμε από αξονική τομογραφία τις επιλογές του ΓΑΠ. Αν το «μίγμα» έπρεπε να είναι λίγο έτσι ή λίγο αλλιώς και η διαπραγμάτευση με τους δανειστές σκληρότερη ή ηπιότερη. Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι ο ίδιος και το ΠΑΣΟΚ βρέθηκαν αντιμέτωποι με μία θύελλα για την οποία δεν υπήρχε εγχειρίδιο και ανέλαβαν τις ευθύνες τους απέναντι στην πατρίδα. Μόνοι αυτοί στην αρχή, όταν όλο το υπόλοιπο πολιτικό σύστημα τούς πετροβολούσε. Η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι επίσης ότι το ΠΑΣΟΚ σχεδόν εξαϋλώθηκε επειδή με πρόεδρο τον Ευάγγελο Βενιζέλο τόλμησε να συνεργαστεί με τη Νέα Δημοκρατία για να σώσουν τη χώρα. Αυτά είναι πολιτικά παράσημα σε συνθήκες μάχης. Πολύ σημαντικότερα από την αμφιλεγόμενη δεκαετία του ’80 και συγκρίσιμα μόνο με την περίοδο 1993-2004.
Τι κοινό έχει, λοιπόν, το ΠΑΣΟΚ με τον ΣΥΡΙΖΑ; Με τον παλιό των καταληψιών ή τον νέο του τραμπισμού; Κανένα! Πότε συναντήθηκαν στην Ιστορία και διαπιστώθηκε ότι ανήκουν σε κάποιο ευρύτερο «δημοκρατικό τόξο», όπως παροτρύνουν οι προξενήτρες; Ποτέ και πουθενά! Τι είδους συνεργασία μπορεί να υπάρξει με τους σκευωρούς της Novartis; Και μόνο επειδή είναι οι σκευωροί της Νovartis, καμία! Οι χίλιοι άλλοι λόγοι έπονται!
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 28.04.2024