Δύο χούφτες στον βασιλικό
Βλέπεις έναν βασιλικό μπροστά σου. Όμορφο, φουντωτό, καταπράσινο… Έναν βασιλικό μοσχομυριστό, ζωηρό, καλοποτισμένο, στάζει το πιατάκι του και μια μικρή κουκίδα από το χωματάκι του μένει πιτσιλισμένη στη γλάστρα από την ορμή του νερού που μόλις ρούφηξε λαίμαργα…
Τι τον κάνεις τώρα αυτόν τον βασιλικό που σε κοιτάει περήφανα, φρέσκα, προκλητικά, σχεδόν ναρκισσιστικά;
Δεν βάζεις κι εσύ τα δυο σου χέρια να τον χαϊδέψεις;
Δεν «εισβάλεις» με τις χούφτες σου σε όλα του τα φύλλα για να τα ταρακουνήσεις, να παίξεις μαζί τους, να χορτάσεις τη χλωράδα τους και μετά να μυρίσεις τα χέρια σου, να πάρεις μια μεγάλη ανάσα από τη φρεσκάδα τους, να ευχαριστηθείς εκείνη την οσμή την ξεχωριστή που μοσχοβολάει Ελλάδα;
Δεν μπορώ να καταλάβω εκείνους τους ανθρώπους που μένουν αδιάφοροι μπροστά σε έναν βασιλικό. Εκείνους που τον προσπερνούν, που τον αφήνουν να μαραθεί ή να ξεραθεί, που δεν του δείχνουν φροντίδα καμία, που τον παραμελούν.
Δεν μπορώ να φανταστώ πως βλέποντας έναν βασιλικό όπως αυτόν που περιέγραψα δεν θα σταθείς έστω για δευτερόλεπτα να πάρεις κάτι από το χρώμα του το φωτεινό, να κόψεις έστω ένα μικρό, πολύ μικρό τσαμπάκι να το μυρίζεις όλη μέρα στο γραφείο και να σου φτιάχνει το κέφι.
Κάποτε ένας φίλος μου διηγιόταν την εξής ιστορία: είχε ένα ζευγαράκι συναδέλφων του, κρυφό και παράνομο, στο γραφείο. Είχαν φυτέψει έναν βασιλικό σε μια μικρή γλαστρούλα, υποθέτω για να έχουν κάτι κοινό δικό τους. «Πότε τον μυρίζει ο ένας, πότε ο άλλος… Αχ τι ωραίος βασιλικός λέει ο ένας, αχ τι ωραίος βασιλικός λέει ο άλλος. Αναγουλιάζω. Και παράνομα και μπροστά στα μούτρα μας ρε παιδιά;», μου έλεγε με πραγματική αηδία.
«Δεν άντεξα κι εγώ και παίρνω ένα ψαλίδι μόλις φεύγουν και κόβω τον βασιλικό από τη ρίζα, κρυφά, να μην με δει κανείς. Την άλλη μέρα έκλαιγαν κι οι δυο τον ξεραμένο τον βασιλικό και δεν μπορούσαν και να καταλάβουν πώς συνέβη», μου αποκάλυψε μια μέρα.
Κοινώς την πλήρωσε τη νύφη ο βασιλικός. «Και τι σου έφταιξε εσένα το καημένο το φυτό ρες;», του είπα και τον έβαλα να μου φυτέψει τρεις γλάστρες με βασιλικούς για το μπαλκόνι για να εξιλεωθεί. Το έκανε ντροπιασμένα και αγόγγυστα.
Δεν ξέρω πόσο αντέχει ένας βασιλικός. Αυτοί πάντως άντεξαν αρκετά ώσπου άρχισαν να μαραίνονται από μόνοι τους. Από τότε οι βασιλικοί είναι επιβεβλημένοι στο μπαλκόνι που βλέπει στη θάλασσα και τους φροντίζουν όλοι σαν τα μάτια τους, ακόμη κι όταν λείπω.
Είναι κακοί οι άνθρωποι που όταν βλέπουν έναν βασιλικό δεν βάζουν με λαχτάρα τις χούφτες τους μέσα για να έχουν μαζί τους τη μυρωδιά και τη φρεσκάδα του… Μόνο κακοί μπορεί να είναι…
*Δημοσιεύθηκε στη «ΜτΚ» στις 04.09.2022