ΑΠΟΨΕΙΣ

Γιατρός στο ΑΧΕΠΑ ή κλητήρας στη ΔΕΗ;

 21/12/2020 17:00

Kάπως όψιμα μας έπιασε ο πόνος για τις αμοιβές των γιατρών και των νοσηλευτών του ΕΣΥ. Και ιδιαιτέρως άκαιρα. Για το υγειονομικό προσωπικό είναι ώρα πολέμου και στον πόλεμο το τελευταίο που σκέφτεσαι είναι αν θα σου αυξήσουν το μισθό. Αργά ή γρήγορα, όμως, η πανδημία θα περάσει. Και τότε θα είναι η ώρα για να γίνει η συζήτηση.

Οι μισθοί των γιατρών έπρεπε να είναι οι υψηλότεροι στον δημόσιο τομέα. Ανεξαιρέτως! Εξοντωτικές εισαγωγικές εξετάσεις, ασφυκτικά προγράμματα σπουδών, τουλάχιστον πέντε χρόνια ειδικότητας, εφημερίες, διαγνώσεις υπό πίεση για θέματα ζωής και θανάτου. 

Τίποτε απ’ όλα αυτά δεν έχει σχέση με τον τυπικό Έλληνα δημόσιο υπάλληλο που πέρασε σε κάποια σχολή -εδώ και χρόνια περνάς και με λευκή κόλλα-, πήρε ένα πτυχίο, όπως παίρνει κανείς το πτυχίο στις περισσότερες ανώτατες και «ανωτατοποιημένες» σχολές, κάπου τρύπωσε με συμβασούλα έργου, μονιμοποιήθηκε, Παρασκευή μεσημέρι κλειδώνει το μαγαζί και από τον Αύγουστο μετρά τι μέρα πέφτουν τα Χριστούγεννα. 

Ούτε οι συνθήκες εργασίας του νοσηλευτικού προσωπικού έχουν σχέση με τον μέσο όρο του ελληνικού Δημοσίου. Τώρα, πώς ο γιατρός που πέρασε στην Ιατρική Θεσσαλονίκης με μέσο όρο 19 βρέθηκε να έχει χαμηλότερο μισθό από την αεροσυνοδό της «Ολυμπιακής» και πώς η νοσηλεύτρια να παίρνει λιγότερα από τον κλητήρα της ΔΕΗ, είναι μία πολύ πικρή ιστορία φαυλότητας. Η οποία εξελισσόταν επί δεκαετίες μπροστά στα μάτια μας αλλά κάναμε πως δεν την βλέπαμε.

Οι περισσότεροι αρνήθηκαν να την δουν ακόμη και όταν η απειλή της πτώχευσης τράβηξε το πέπλο και αποκάλυψε πώς γίνονταν επί δεκαετίες οι «δουλειές» ανάμεσα στις ισχυρές επαγγελματικές ομάδες και το πολιτικό σύστημα. Και πώς διαμορφώθηκε η μεγάλη διαφορά αμοιβών ανάμεσα στον στενό δημόσιο τομέα και τις ΔΕΚΟ. 

Η περίπτωση του ΕΣΥ είναι μεν κραυγαλέα, όμως σε μικρότερο βαθμό η διάκριση καταλαμβάνει όλους τους εργαζομένους των δύο χώρων.

 Η περίοδος των μνημονίων υπήρξε ευκαιρία, όχι μόνο να εξορθολογίσουμε το μισθολογικό κόστος του Δημοσίου αλλά και να αμβλύνουμε τις ανισότητες στο εσωτερικό του. Πήγε χαμένη γιατί πίσω από τα μεγάλα λόγια για «αλληλεγγύη», κανένας δεν ήθελε να μοιράσουμε δίκαια τον λογαριασμό. Μόνο μέλημα ήταν τα «κεκτημένα».

Η στρέβλωση αναπτύχθηκε επειδή στις ΔΕΚΟ είχαμε την ευελιξία των συλλογικών συμβάσεων του ιδιωτικού τομέα αλλά με χρήματα που πλήρωνε το δημόσιο ταμείο. Απεργούσαν στον ΟΣΕ και ζητούσαν αύξηση 10%. Ο διοικητής του ΟΣΕ τηλεφωνούσε στον υπουργό Συγκοινωνιών. «Να δώσουμε έξι και να το κλείσουμε;» ρωτούσε. 

«Δώσε» του έλεγε ο υπουργός, αφού δεν θα τα έβγαζε από την τσέπη του. Έβαζε, λοιπόν, την υπογραφή ο διοικητής, όλοι έμεναν ικανοποιημένοι και η άρρητη συναλλαγή εργαζομένων και πολιτικού συστήματος έγινε καθεστώς. 

Με επιταχυντή την Αριστερά «που δεν κυβέρνησε» αλλά «νομιμοποίησε» τις πιο αντικοινωνικές πρακτικές και την λεηλασία του κράτους από τους προνομιούχους. Ποτέ δεν έμενε ευχαριστημένη η Αριστερά με το 6%. Και αντί να καταγγείλει την φαυλότητα, ζητούσε δέκα ακατέβατα.

Αυτό, όμως, που οι υπουργοί μπορούσαν να χαρίζουν στους σχετικά μικρούς πληθυσμούς των ΔΕΚΟ, καθένας στους δικούς του, ήταν αδύνατο να γίνει με το ενιαίο μισθολόγιο του στενού δημόσιου τομέα. Εκεί οι υπάλληλοι ήταν πολλαπλάσιοι, κάθε μονάδα παροχής σήμαινε κάτι για τον προϋπολογισμό, γι’ αυτό και οι αυξήσεις ήταν πιο φειδωλές.

Χρόνο με το χρόνο, η απόσταση μεγάλωσε. Και αυτή είναι η κυνική εξήγηση γιατί ένας φιλόλογος σε δημόσιο λύκειο παίρνει περίπου τον μισό μισθό ενός διοικητικού υπαλλήλου στην πτωχευμένη Λάρκο. Τα άλλα, για τους «κοινωνικούς αγώνες», είναι για τα κορόιδα…

*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 20 Δεκεμβρίου 2020