Η ιατρική του πολέμου
Ακούγοντας και ξανακούγοντας από γιατρούς την φράση «είμαστε σε πόλεμο», μου δημιουργήθηκε η απορία αν πίσω από αυτήν κρύβεται κάτι περισσότερο από το απλό που καταλαβαίνει ένας άσχετος: ότι δηλαδή μια απειλητική νόσος επιτίθεται και η κοινωνία των ανθρώπων αμύνεται λυσσαλέα.
Ανέτρεξα λοιπόν σε στρατιωτικό γιατρό και ζήτησα τα φώτα του. Χαμογέλασε. Σε έναν πόλεμο- μου είπε- ο γιατρός στέκεται στην είσοδο του πρόχειρου νοσοκομείου και αξιολογεί ταχύτατα τους τραυματίες που καταφτάνουν με φορεία από το πεδίο της μάχης, κατατάσσοντάς τους σε τρεις κατηγορίες:
* Σε εκείνους που κρίνονται ικανοί να βοηθηθούν ιατρικά και να επιστρέψουν σύντομα στον πόλεμο, μετέχοντας σε επόμενη μάχη. Αυτοί παραπέμπονται σε πλήρη ομάδα νοσηλείας για να τους προσφερθεί κάθε δυνατή βοήθεια.
* Σε εκείνους που μπορούν να σωθούν, αλλά που δεν θα ξαναπολεμήσουν (θα μείνουν ανάπηροι, θα έχουν ανήκεστο βλάβη σε ζωτικό τους όργανο κλπ). Αυτοί παραπέμπονται σε νοσοκόμο για κάποια φροντίδα, ώστε να μείνουν ζωντανοί και εφόσον περάσει η φουρτούνα, να τύχουν νοσηλείας- αν στο μεταξύ αντέξουν…
* Στους άλλους που δεν δείχνουν ικανοί να επιβιώσουν ή που για να αποφύγουν το τέλος χρειάζονται πολλά που δεν είναι διαθέσιμα εκεί, οι οποίοι παραπέμπονται στον βοηθό νοσοκόμου για μια ένεση μορφίνης, ώστε να φύγουν ήρεμοι και χωρίς αφόρητους πόνους από τον μάταιο τούτο κόσμο.
Αυτή λοιπόν είναι η «πολεμική ιατρική». Κι ενδέχεται μια τέτοια «ιατρική» να ασκείται τα τελευταία εικοσιτετράωρα στην Θεσσαλονίκη και στα υπόλοιπα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, οι κλινικές των οποίων- πόσω μάλλον οι ΜΕΘ- έχουν γεμίσει με ασθενείς.
Μου κάνει εντύπωση που κάθε μέρα πληροφορούμαστε για μη διαθέσιμα κρεβάτια στα νοσοκομεία που ξεκινούν την εφημερία τους αλλά την άλλη μέρα μαθαίνουμε για μερικές δεκάδες νέες εισαγωγές. Το απόγευμα γίνεται γνωστό ότι είχαν προηγηθεί εκκενώσεις κλινών λόγω θανάτου των προηγούμενων.
Οι αρχές δεν επιβεβαιώνουν τον ισχυρισμό μου, αλλά δεν βγαίνουν αλλιώς οι αριθμοί. Εξάλλου, η ραγδαία αύξηση των θανάτων στα νοσοκομεία της Βόρειας Ελλάδας, δεν μπορεί να εξηγηθεί διαφορετικά.
Εκείνο που είναι τελείως αδιαμφισβήτητο, είναι ότι με τις επικρατούσες συνθήκες, δεν μπορεί να ασκηθεί ορθή ιατρική και να προσφερθεί σωστή νοσηλεία στους ασθενείς.
Οι λίγοι -κι εξουθενωμένοι γιατροί και υγειονομικοί- που απέμειναν στις επάλξεις, δεν επαρκούν για να βοηθήσουν όσους καθημερινά προσέρχονται στα νοσοκομεία. Η ίδια κατάσταση θα συνεχιστεί και την επόμενη βδομάδα- τουλάχιστον- οπότε και από τα πέντε χιλιάδες νέα κρούσματα των τελευταίων ημερών, τα 750 θα χρειαστούν νοσηλεία, τα 250 θα έχουν ανάγκη ΜΕΘ και περισσότεροι από 100 θα καταλήξουν. (Οι αριθμοί ενδέχεται να αναθεωρηθούν προς τα πάνω, λόγω της υπέρβασης των ορίων του συστήματος).
Αυτή είναι η πικρή αλήθεια του Μαύρου Νοέμβρη της Θεσσαλονίκης, που πληρώνει βαρύ το τίμημα της αποτυχίας των στρατηγών (όρα κυβέρνηση), της ανικανότητας των αξιωματικών (όρα τοπικής ηγεσίας), της αδιαφορίας των υπεύθυνων προετοιμασίας (όρα εκείνοι που μπορούσαν να βοηθήσουν και δεν το έκαναν), της χαλαρότητας κι αμεριμνησίας των στρατιωτών (ενεργός πληθυσμός), των απροστάτευτων αμάχων (ηλικιωμένοι).
***************************************************************************************************************
Από την άνοιξη θαρρείς πώς πέρασαν αιώνες. Κι όμως λίγο αν προσπαθήσω, θυμάμαι πως από τη μια παρότι τόσο νέος και άγνωστος ο ιός, δε φοβόμασταν ούτε στο ένα δέκατο σε σχέση με σήμερα αλλά κι εκείνες τις συζητήσεις επί συζητήσεων για το πώς την πάτησαν οι φουκαράδες οι Ιταλοί και πώς εμείς –έτσι λέγαμε τότε- τη σκαπουλάραμε φτηνά γιατί πέθαιναν εκείνοι κι όλο αυτό έφερε νωρίς τα μέτρα.
Όμως, το αδιανόητο δράμα της Ιταλίας (που το ξαναπερνά όπως μαθαίνω, αλλά τώρα ασχολούμαστε με τα δικά μας) ούτε μάθημα μάς έγινε, ούτε άργησε και τόσο να φτάσει στην πόρτα μας. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι η κατάσταση στην Θεσσαλονίκη, ξεπέρασε τις κόκκινες γραμμές. Αυτό δεν ήταν αδιανόητο. Απεναντίας ήταν ένα από τα πιθανά ενδεχόμενα, καθώς έχουμε να κάνουμε με έναν ιό που παραμένει άγνωστος σε μεγάλο βαθμό αναφορικά με τις αντοχές, την διασπορά, τους κύκλους, την ισχύ, την δράση του.
Εκείνο που είναι ανεπίτρεπτο για μια οργανωμένη κοινωνία, είναι το να μην υπάρχουν μελετημένα κι επεξεργασμένα σχέδια για το τι θα πρέπει να γίνει στο ένα, το δεύτερο, το τρίτο ενδεχόμενο.
Δεν γίνεται δηλαδή αυτό το απίστευτο αλαλούμ με τα πηγαινέλα των μέτρων και το άνοιξε- κλείσε εκπαίδευσης, συνόρων, μαγαζιών.
Δεν γίνεται να λέμε για νέες ΜΕΘ και να κοροϊδεύουμε βαφτίζοντας νέες τις παλιές, να υποσχόμαστε προσλήψεις, λεωφορεία, αυστηρούς ελέγχους, τεστ και να μην τα κάνουμε.
Δεν γίνεται να φτάνει ο κόμπος στο χτένι και μετά να μιλάμε για μετατροπές κλινικών, για αεροδιακομιδές ασθενών, για ασθενοφόρα τρένα, για πανικόβλητα- χωρίς μελέτη, καταγραφή θετικών κι αρνητικών και προηγούμενη συνεννόηση- αιτήματα συνδρομής και αποφάσεις επίταξης των ιδιωτικών κλινικών.
Όπως και δεν γίνεται οι τοπικοί άρχοντες -μαζί και οι εκπρόσωποι της κοινωνίας των πολιτών- που σε πρώτη φάση φωτογραφίζονταν στο πλευρό των υπουργών, μετά να κρύβονται ή να ψελλίζουν πως δεν είχαν αρμοδιότητα για λήψη μέτρων. (Το ξέρουμε ότι δεν έχουν αρμοδιότητα. Αυτό που όφειλαν να κάνουν, είναι να θέτουν αιτήματα και να υποδεικνύουν ή να ζητούν λύσεις, ή τουλάχιστον να απαιτούν υλοποίηση των υποσχέσεων που δόθηκαν).
Μέσα σε όλα αυτά η κοινωνία των πολιτών τι κάνει;
Τι κάνουμε απέναντι σε εκείνους που μπορούσαν να βοηθήσουν και δεν βοήθησαν; Εκείνους που τους παρακαλέσαμε να ανταποδώσουν ένα ελάχιστον τμήμα του τεράστιου κέρδους που είχαν και αρνήθηκαν, ή τους άλλους που βρήκαν ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν ανεβάζοντας τιμές βασικών προϊόντων;
Απέναντι σε όσους αντί να προτείνουν λύσεις σπέρνουν δηλητήριο για να εκμεταλλευτούν την δυστυχία ή λένε ανοησίες προτείνοντας απείθεια και θεωρίες συνωμοσίας;
Ναι, έρχονται Χριστούγεννα, αλλά καλύτερα να τα ξεχάσουμε. Εδώ ξεχνάμε πως έχουμε lockdown και σουλατσάρουμε τα πρωινά (το απόγευμα ευτυχώς η κατάσταση είναι εντελώς διαφορετική) σαν να... υπάρχει αύριο, μόνο για τα μελομακάρονα και τους κουραμπιέδες δε μπορεί να λειτουργήσει προσωρινά η λήθη; Αυτό είναι το μοναδικό δικό μας χρέος, πλέον. Να προστατεύσουμε τους εαυτούς μας, αφού οι κυβερνώντες τα έκαναν μούσκεμα. Κι αυτό δεν το βλέπεις μόνο στην κατακόκκινη Θεσσαλονίκη του θρήνου και του φόβου.
Αποτυπώνεται ξεκάθαρα στην απέλπιδα προσπάθειά τους να αλλάξουν την ατζέντα από το μείζον, τη ζωή την ίδια στο πότε θα σπάσει το lockdown, κι αν θα μας αμολήσουν στις 7 ή στις 14 του Δεκέμβρη κι αν θα μπει το γιορτινό (???) το κλίμα μέσα μας. Και δώστου ο Πέτσας να αλλάζει ημερομηνίες για την άρση του lockdown (που δεν αποδίδει κιόλας) κάθε δέκα λεπτά. Και μέσα στο χαμό, βγαίνει κι ο Κικίλιας με κάτι παιδικά slider να μας δείξει πώς το φορτηγάκι θα φέρει τα εμβόλια και μετά εμείς θα στείλουμε sms και τσουπ θα βγούμε χαρωποί κι ασφαλείς μετά την ένεση. Καλή η ελπίδα κι η αισιοδοξία, όμως, εμβόλιο πραγματικό κι εγκεκριμένο ακόμη δεν υπάρχει κι ο εμβολιασμός (ειδικά εάν είναι διαθέσιμο μόνο το σκεύασμα της Pfizer με τα ειδικά ψυγεία και τον ξηρό πάγο, σε μια χώρα που δε μπορεί να διαχειριστεί ούτε τα take away) θα αργήσει.
Κι όλη αυτή η συζήτηση –μπάλα στην εξέδρα, τη λέμε τόσα χρόνια- το μόνο που προσφέρει είναι να περνά κλίμα εφησυχασμού. Και μόνο η Θεσσαλονίκη αρκεί για να πιστέψεις πως ο εφησυχασμός δεν είναι απλά επικίνδυνος. Θανάσιμος είναι.
Δεν υπάρχει, λοιπόν, περίπτωση αν είμαστε στοιχειωδώς σοβαροί να αλλάξει τίποτα στα μέτρα μέχρι τα μέσα του Δεκέμβρη. Κι αν είμαστε τυχεροί, στην καλύτερη περίπτωση, να γίνει ένα μικρό άνοιγμα από τα μέσα του άλλου μήνα μέχρι τα Φώτα και μετά πάλι μέσα. Κι αυτό, η ελάχιστη δηλαδή άρση, πρέπει να αφορά μόνο τους μικρούς -που όχι για νοίκια, ούτε για φαγητό δε θα έχουν σε λίγο- και τους απαραίτητους. Να μπορεί δηλαδή να ψωνίσει ο άλλος ένα ζευγάρι κάλτσες και μια φόρμα για το παιδί του που μεγάλωσε από πέρσι τέτοιο καιρό, να δει και η οικογενειακή επιχείρηση ένα εικοσάρικο στο ταμείο της, χωρίς να έχει κινδυνεύσει ούτε ο καταστηματάρχης, ούτε η μάνα. Δε νοείται να ανοίξουν παραμονές γιορτών mall, πολυκαταστήματα και μέρη που ο συνωστισμός θριαμβεύει. Γιατί στην τελική οι μεγάλοι και αντοχές έχουν και με e-shops δουλεύουν από τον Φλεβάρη και μια χαρά τζίρο κάνουν.
Κι έπειτα είναι και η εστίαση, που επιτέλους έφτασε η ώρα να «σπάσει» και να διαχωριστεί. Πώς να το κάνουμε, δεν είναι το ίδιο να πάνε 4 άνθρωποι να φάνε ήσυχα ήσυχα, καθιστοί και μακριά από τους άλλους με το να ανοίξουν τα μπαρ και να τριγυρνάνε όρθιοι με τα ποτά στο χέρι οι θαμώνες. Αν θέλουμε –κι αν μας αφήσουν- να πάρουμε μια «μυρωδιά» από Χριστούγεννα, να το πάρουμε απόφαση, μόνο έτσι γίνεται. Για τα υπόλοιπα που αναγκαστικά θα μείνουν κλειστά, ευθύνη για την επιβίωση και τη στήριξη των ανθρώπων έχει το κράτος.
Όμως η ζωή, το είπαμε και θα το ξαναπούμε, πάντα θα κερδίζει στο τέλος. Κι αυτά τα δέκα κορίτσια από την Κρήτη, οι επαγγελματίες νοσηλεύτριες και άνθρωποι, που ξεκίνησαν από την Κρήτη και ήρθαν εθελοντικά στη Θεσσαλονίκη για να συντρέξουν τους ασθενείς και να χαρίσουν και σε μας τους-ακόμη- υγιείς ένα χαμόγελο, μια ανάσα αισιοδοξίας, το αποδεικνύουν.
Και τους γιατρούς και τους νοσηλευτές θα βοηθήσουν και θα τους δώσουν κι ένα λεπτό πολύτιμο ξεκούρασης και καινούριες φωνές θα ακούσει να του λένε «κουράγιο» ο ασθενής στο «Ιπποκράτειο» και μια φρέσκια ματιά θα δώσουν. Όμως, πάνω απ’ όλα προσφέρουν στη χαμένη μας αυτοπεποίθηση, ενισχύουν την ελπίδα και επαναφέρουν την πίστη στον άνθρωπο και την αλληλεγγύη.
Κι αυτές τις δέκα νοσηλεύτριες – σύμβολα (μιας και άνοιξαν το δρόμο και καταφθάνουν κάθε μέρα κι άλλοι σ’ έναν συγκινητικό τσουνάμι), οφείλει η πόλη, εμείς δηλαδή, οι πολίτες της, να τις έχουμε σαν παιδιά μας για όσο καιρό είναι εδώ κι έπειτα όταν περάσει το κακό και δούμε και τα πρόσωπά τους να μην ξεχάσουμε ποτέ, να τις μνημονεύουμε και να τις τιμούμε όχι με πλακέτες και παράτες, αλλά ακολουθώντας το παράδειγμά τους και φροντίζοντας η θυσία να αφήσουν πίσω τις ζωές τους για να μας βοηθήσουν, να πιάσει τόπο.
* Δημοσιεύτηκε στη "ΜτΚ" στις 22.11.2020