Τζόκερ στις εντυπώσεις
Για την υπεροχή της εντύπωσης έναντι της ουσίας έχω ξαναγράψει. Επανέρχομαι στο θέμα με αφορμή το σάλο που ξέσπασε λόγω της επέμβασης της αστυνομίας σε κινηματογράφους, όπου ανήλικοι παρακολουθούσαν την ταινία «Joker».
Διαβάσαμε σε διαδικτυακούς τίτλους για επιβολή του νόμου 4.000 (ο περίφημος νόμος περί τεντιμποϊσμού) και ακούσαμε από την αντιπολίτευση για επιστροφή του κράτους της δεξιάς. Στα social media δε έγινε κανονικό πάρτι. Φαρμακερές ατάκες, επεξεργασμένα βίντεο, καρτούλες, γελοιογραφίες και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς σε μια μείξη χαβαλέ και πολιτικού συναγερμού για τους κινδύνους που εγκυμονεί η επέμβαση.
Βλέπετε, αυτή η μάχη του εντυπωσιασμού δεν γοητεύει μόνο τους πολιτικούς αλλά και όσους χρήστες του διαδικτύου αποζητούν likes και χαρούμενες φατσούλες, για να ανεβάσουν τις προσωπικές τους μετοχές σε ένα ιδιότυπο χρηματιστήριο, που από τη φύση του ευνοεί την πρώτη ανάγνωση.
Αυτή η πρωτιά είναι ένα από τα πιο σημαντικά πλεονεκτήματα της εντύπωσης, καθώς παντού και πάντα εξασφαλίζει προνομιακή μεταχείριση.
Είτε πρόκειται για κάτι που βλέπουμε είτε για είδηση που ακούμε, η πρώτη εντύπωση είναι μέγεθος με μεγάλο ειδικό βάρος και για να το «μετακινήσει» κανείς θα πρέπει να ξοδέψει χρόνο για να δει την ουσία και ενέργεια για να την επεξεργαστεί.
Νομίζω ότι αυτή η παρατήρηση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την ευκολία με την οποία υιοθετούμε ή έστω επηρεαζόμαστε από την πρώτη εντύπωση.
Αυτή όμως είναι η πλευρά του αποδέκτη.
Η πλευρά αυτού που επιχειρεί να κερδίσει τις εντυπώσεις; Τι γίνεται όταν σκόπιμα προτάσσεται αυτό που δεν έχει σημασία, γιατί απλά αφήνει μεγαλύτερο αποτύπωμα; Και καλά όταν πρόκειται για ένα πρόσωπο το οποίο προσπαθεί να δημιουργήσει καλύτερους όρους στον τρόπο με τον οποίο θα τον αντιμετωπίσει π.χ. ο εργοδότης του, θεωρείται θεμιτό. Όταν όμως πρόκειται για κόμματα που διαχειρίζονται το παρόν και το μέλλον της χώρας;
Και ποια είναι η ευθύνη του αποδέκτη όταν, επειδή αρνείται να κάνει μια σκέψη παραπάνω, ενθαρρύνει αυτήν την πρακτική;
Πιστεύετε στα αλήθεια ότι υπάρχει πραγματικά κίνδυνος να επιστρέψουμε στην εποχή που η αστυνομία αντί να κυνηγά εγκληματίες κυνηγούσε αντιφρονούντες και τεντιμπόηδες, επειδή δύο υπάλληλοι του υπουργείου Πολιτισμού, υπό συνθήκες που ερευνώνται, έκαναν καταγγελία για τους πιτσιρικάδες που έβλεπαν την ταινία;
Πιστεύετε ότι αν πράγματι υπάρχει αυτός ο κίνδυνος, αυτό που θα μας σώσει είναι οι ιδεολογικοί απόγονοι των κυνηγημένων εκείνης της περιόδου και όχι, για παράδειγμα, το ευρωπαϊκό κεκτημένο;
Ζητώ συγγνώμη αν σας ξενίζει ο αριθμός των ερωτήσεων που στο κείμενό μου ξεπερνά τον αριθμό των απαντήσεων. Αυτό κάνουν οι δημοσιογράφοι, άλλωστε. Ρωτούν.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 26/27 Οκτωβρίου 2019