Καταστρέφουν τους νέους, κολακεύοντάς τους
Στην κολακεία της νεολαίας επιδόθηκε λίαν επιτυχώς σύσσωμο το πολιτικό σύστημα της χώρας. Με αποκορύφωμα τα γεγονότα του 2008 όταν οι συμμορίες έκαιγαν την Αθήνα αλλά τα κόμματα συναγωνίζονταν ποιος θα τους πει πιο βροντόφωνα πόσο δίκιο έχουν. Φυσικά, τίποτε ηρωικό δεν υπήρχε στις καταστροφές και στις λεηλασίες, απλώς κάποιοι βρήκαν διέξοδο στην πλήξη τους παριστάνοντας τους «επαναστάτες» και οι γεροινστρούχτορες του χώρου εξασφάλισαν κοπάδι για να σαλαγάνε. Αλλά αυτά τότε ήταν πολύ ψιλά γράμματα. Σώνει και καλά έπρεπε να ακούσουμε «τι είχαν να μας πουν τα παιδιά», όπως προέτρεπε και ο αυτοθαυμαζόμενος, μονίμως κατώτερος των περιστάσεων «πνευματικός κόσμος». Από εκείνη την περίοδο οι μόνοι κερδισμένοι ήταν οι μπαχαλάκηδες που, μαζί με το φωτοστέφανο, εξασφάλισαν την κατοχύρωση των αβάτων τους, γενικώς η Αριστερά για την οποία όντως η κανονικότητα δεν αποτελεί ευκαιρία και ο Προκόπης Παυλόπουλος που έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας αντί, μαζί με τους υπόλοιπους της κυβέρνησης Καραμανλή, να αποσυρθεί σε μοναστήρι. Σίγουρα, πάντως, δεν ωφελήθηκε ο κόσμος της δημιουργίας που έκτοτε βρήκε πολλές φορές μπροστά του εκείνη την τερατογένεση.
Ακόμη χειρότερα, η κολακεία της νεολαίας δεν περιορίσθηκε στα λόγια. Ξεκινώντας αμέσως μετά τη Μεταπολίτευση, το εκπαιδευτικό σύστημα ξεχείλωσε και εντέλει σχεδόν διαλύθηκε στο όνομα ενός υποκριτικού ενδιαφέροντος για τους νέους. Τα «παιδιά» έπρεπε να μην καταπιέζονται στο σχολείο, να μην αξιολογούνται βαθμολογικά για να μην τους μείνουν ψυχικά τραύματα, να μην ελέγχονται πειθαρχικά γιατί αυτό είναι αναχρονιστικό -ενώ προοδευτική είναι η «αντιαυταρχική εκπαίδευση»- και στο τέλος όλα σε κάποιο «πανεπιστήμιο» να περάσουν γατί η μάθηση είναι δικαίωμα όλων -ή κάπως έτσι.
Υπήρχαν και άλλες αιτίες για τις οποίες η χώρα γέμισε ΑΕΙ όπου εισάγεσαι με λευκή κόλα. Ήταν οι ψήφοι των «τοπικών κοινωνιών» που ήθελαν να νοικιάζουν γκαρσονιέρες και να στήνουν φαστφουντάδικα. Ήταν και οι πιέσεις ενός φιλόδοξου εκπαιδευτικού προσωπικού που ονειρευόταν θέση «πανεπιστημιακού», έστω και στην Αμαλιάδα. Αλλά το κυρίαρχο κίνητρο υπήρξε η επικράτηση της «δημοκρατικής» εξίσωσης προς τα κάτω. Και έτσι, αποκτήσαμε φοιτητές που σε ηλικία 25 ετών ή δεν ξέρουν τι σπουδάζουν ή σπουδάζουν κάτι ακατανόητα πράγματα που ούτε τους ενδιαφέρουν ούτε θα τους δώσουν δουλειά. Ή αδυνατούν να αντεπεξέλθουν στα προγράμματα σπουδών αφού γράφοντας έξι στις πανελλήνιες περνάς μεν στο Μαθηματικό Σάμου αλλά δεν μπορείς να το τελειώσεις, όσο και να σε σκουντήσουν. Λιμνάζουν σε ένα τέλμα, έχοντας χάσει δημιουργικά χρόνια από τη ζωή τους. Στο μεταξύ, το κανάκεμα τούς έχει πείσει ότι είναι άξιοι όχι μόνο πανεπιστημιακού πτυχίου αλλά και της ανάλογης επαγγελματικής αποκατάστασης. Αισθάνονται αδικημένοι επειδή «τους κλέβουν τα όνειρα». Και επειδή σ’ αυτή τη χώρα μεγάλωσαν, θεωρούν ως περίπου αυτονόητο ότι το Δημόσιο οφείλει να τους εξασφαλίσει δουλειά. Δεν αντιλαμβάνονται το λάθος, γι’ αυτό αδυνατούν να το διορθώσουν.
Εκείνο που βιαστήκαμε να καταργήσουμε ήταν «ωμό» αλλά δίκαιο. Και κυρίως, ήταν ωφέλιμο. Το στιβαρό δημόσιο σχολείο, στήριγμα της λαϊκής οικογένειας και βασικός μοχλός της κοινωνικής κινητικότητας στην μεταπολεμική Ελλάδα, σου έδειχνε εγκαίρως ότι δεν κάνουν όλοι για όλα. Έπαιρνες χαμηλούς βαθμούς, καλούσε ο καθηγητής τον πατέρα, τού έλεγε ότι υστερείς. Ο πατέρας σού τραβούσε το αυτί. Αν δεν διορθωνόσουν έμενες μεταξεταστέος. Αν πάλι δεν διορθωνόσουν, έμενες στην ίδια τάξη. Στο σπίτι αντιλαμβάνονταν ότι δεν παίρνεις τα γράμματα. Δεν ήταν δράμα! Στρεφόσουν προς κάποια τέχνη. Γενιές φιλότιμων, εργατικών και ταλαντούχων ανθρώπων εξασφάλισαν ένα αξιοπρεπές εισόδημα ως ηλεκτρολόγοι, επιπλοποιοί ή υδραυλικοί επειδή αντιλήφθηκαν εγκαίρως τις δεξιότητές τους. Σήμερα, η τεχνική εκπαίδευση έχει διαλυθεί και τα ΕΠΑΛ έχουν αφεθεί στο έλεος της παραβατικότητας. Αν αναζητείτε έναν τεχνίτη για να σας φτιάξει ένα ωραίο δρύινο πάτωμα ή ένα όχι ετοιματζίδικο έπιπλο, καλύτερα να αγοράσετε λαχείο. Τον έσπρωξαν να σπουδάσει κάτι αλαμπουρνέζικο, σε κάτι που παριστάνει το ΑΕΙ.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 23.04.2023