ΚΙΝΑΛ: Soft ΣΥΡΙΖΑ ή δύναμη εκσυγχρονισμού;
Στις 18 Δεκεμβρίου 2008 ο Κώστας Σημίτης μίλησε στη Βουλή επί του προϋπολογισμού του 2009. Επωδός της ομιλίας του ήταν ότι «στην περίπτωση που παρουσιαστούν δυσκολίες δανεισμού του ελληνικού κράτους θα έχει δοθεί η αφορμή να διατυπωθεί η υπόδειξη, ότι η λύση του προβλήματος θα πρέπει να επιζητηθεί μάλλον με προσφυγή στο ΔΝΤ». Αυτό που κατάλαβε η Νέα Δημοκρατία από την προειδοποίηση ήταν ότι ο πρώην πρωθυπουργός «κινδυνολογεί ανεύθυνα» (απάντηση του υπουργού Οικονομίας Αλογοσκούφη από βήματος), γι’ αυτό συνέχισε την αμέριμνη δημοσιονομική πολιτική, μειώνοντας τον φόρο ταξινόμησης στα αυτοκίνητα μεγάλου κυβισμού.
Και στο ΠΑΣΟΚ, όπου την περί οικονομίας άποψη διαμόρφωναν πλέον οι υποδείξεις της Λούκας Κατσέλη, μετρούσαν πόσες φορές ο Σημίτης είχε αναφερθεί στο όνομα του Γιώργου Παπανδρέου και τις έβρισκαν λειψές. Μετά, έγινε ό,τι έγινε…
Δεν είχε καλύτερη τύχη η πρόσφατη δήλωση του Σημίτη ότι η αντιπολίτευση «δεν εξήγησε από την αρχή της πανδημίας ποια πολιτική θα έπρεπε να ακολουθηθεί με βάση τα επιστημονικά δεδομένα και τις υπάρχουσες εμπειρίες. Απλώς παρακολουθεί και αρνείται». Βεβαίως, δεν έχει κανείς την προσδοκία ότι θα την κατανοήσει ο ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο παρά ποτέ, ο ΣΥΡΙΖΑ αποτελεί εικόνα και ομοίωση του Τσίπρα. Και ο Τσίπρας με τον Σημίτη είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι. Αισθητικά και πολιτικά.
Ο Σημίτης τοποθετούσε εκρηκτικούς μηχανισμούς κατά την δικτατορία, διέφυγε με πλαστό διαβατήριο εγκαταλείποντας μία θέση καθηγητή στο πανεπιστήμιο και επέστρεψε μετά την αποκατάσταση της Δημοκρατίας. Η συμβολή του Τσίπρα στη δημοκρατία ήταν οι σχολικές καταλήψεις με αίτημα να μην μετρούν οι απουσίες. Ο Σημίτης έβαλε την χώρα στην ΟΝΕ. Ο Τσίπρας ζητούσε από τους χορευτές του Συντάγματος να ψηφίσουν «όχι» ώστε να φύγουμε και από την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Ο Σημίτης απευθύνεται στη λογική, αν χρειάζεται και με τρόπο δυσάρεστο. Ο Τσίπρας απευθύνεται, με διχαστική ρητορική, στα ένστικτα των ψηφοφόρων του, ικανός να πει τα πάντα και τα αντίθετά τους. Η πανδημία είναι η ευκαιρία που του έπεσε από τον ουρανό. Και επειδή αντιλαμβάνεται ότι ένα επιστημονικά παραδεκτό πλαίσιο μέτρων δεν μπορεί να είναι ευχάριστο, προτίμησε να μείνει έξω από την διαχείριση της κρίσης και να πετάει πέτρες. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε η διαρκής αμφισβήτηση του καθηγητή Τσιόδρα και συνολικά των λοιμωξιολόγων.
Να αφαιρέσει από τα κατ’ ανάγκην ενοχλητικά μέτρα την σφραγίδα της επιστημοσύνης και να τα εμφανίσει ως κυβερνητική πολιτική ώστε να καρπωθεί την δυσαρέσκεια ενός κόσμου που είτε βλέπει την δουλειά του να καταρρέει είτε απλώς ενοχλείται επειδή δεν τον αφήνουν να πίνει μπύρες μεσάνυχτα στην πλατεία της Κυψέλης. Αγανακτισμένοι, v.2.
Το ΚΙΝΑΛ όμως δεν έχει την ίδια πολυτέλεια. Από αυτή την ιστορία μπορεί να βγει και χαμένο. Η στάση του ΚΙΝΑΛ αυτή την περίοδο θα προσδιορίσει τον πολιτικό χαρακτήρα του. Φαίνεται ότι επέλεξε να μιλά με όρους ΣΥΡΙΖΑ, προσπαθώντας να φέρει πίσω τους ψηφοφόρους που το εγκατέλειψαν στην πρώτη δυσκολία.
Μάταιος κόπος! Αυτοί είναι πλέον ΣΥΡΙΖΑ και θα ψηφίζουν τον αυθεντικό ΣΥΡΙΖΑ, όχι μία απομίμησή του. Ακόμη χειρότερα, αν είναι να γυρίσει πίσω αυτός ο κόσμος και το ΚΙΝΑΛ να καταντήσει ΣΥΡΙΖΑ, χίλιες φορές να καταθέσει την σφραγίδα και να διαλυθεί ησύχως. Έχει και μία ιστορία να υπερασπισθεί.
Η μόνη σοβαρή επιλογή που έχει το ΚΙΝΑΛ είναι να αναδειχθεί πάλι σε δύναμη εκσυγχρονισμού, απευθυνόμενο στον κόσμο που του έμεινε πιστός και σε εκείνον που θα προσπαθήσει να διαμορφώσει.
Να αντιπολιτευθεί την κυβέρνηση όχι για τα δειλά βήματα που κάνει αλλά για τις μεταρρυθμίσεις που δεν τολμά να κάνει επειδή η πολιτική της βάση την τραβά από το μανίκι. Άλλωστε, αυτό δεν του είναι άγνωστο. Το έκανε και στο παρελθόν και ήταν η εθνικά επωφελέστερη περίοδός του…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 15 Νοεμβρίου 2020