Ο θρίαμβος της καταστροφής
Καθένας μπορεί να πιστεύει ό,τι θέλει. Αλλά επειδή στη Δημοκρατία υποχρέωση αποδείξεως έχουν οι κατήγοροι, όχι οι κατηγορούμενοι, όποιος δηλώνει δημόσια βέβαιος ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ «πούλησε τη Μακεδονία για τις συντάξεις», πρέπει να το τεκμηριώσει. Βεβαίως, είναι ιστορική ειρωνεία να κατηγορούνται έτσι οι άνθρωποι που ενηλικιώθηκαν θαυμάζοντας καθεστώτα όπου είχες υπογράψει την ομολογία σου πριν ακόμη δεις το χαρτί της αλλά ακριβώς εδώ βρίσκεται η διαφορά των δύο κόσμων. Στο «εν ου παικτοίς».
Προς το παρόν, υπάρχουν σκόρπια γεγονότα. Η κυβέρνηση υπέγραψε στις Πρέσπες μία συμφωνία που κανένας Έλληνας πρωθυπουργός δεν είχε τολμήσει να συζητήσει. Αυτή η συμφωνία αποτελούσε εδώ και δύο δεκαετίες διακηρυγμένη επιθυμία της Ουάσιγκτον, των Βρυξελλών και του Βερολίνου. Οι Αμερικάνοι αναμίχθηκαν απροκάλυπτα στην ψηφοφορία στο κοινοβούλιο των Σκοπίων.
Ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών παραιτήθηκε ύστερα από μια θυελλώδη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου όπου ο υπουργός Άμυνας κάτι είπε για πενήντα εκατομμύρια που έδωσε ο Σόρος για να προωθηθούν «αρμοδίως». Κατά σύμπτωση, δεν τηρήθηκαν πρακτικά. Ο Αμερικανός πρέσβης στην Αθήνα επεμβαίνει τόσο δραστήρια στην ελληνική δημόσια σφαίρα, όσο ο Πιουριφιόι πριν εβδομήντα χρόνια. Από τότε που οι διαπραγματεύσεις μπήκαν στο μέχρι χθες αδιαπραγμάτευτο πλαίσιο, οι δανειστές μετέτρεψαν τους αυστηρούς ελέγχους σε παιδική χαρά. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από την συμφωνία των Πρεσπών ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει απώλειες.
Το 4% ταυτίζεται ιδεολογικά με αυτήν. Και από το υπόλοιπο 20% που μετέστη από το βαθύ ΠΑΣΟΚ, λίγοι ενδιαφέρονται γι’ αυτά τα πράγματα. Αν πάρουν διακόσια ευρώ αύξηση στη σύνταξη, μπορεί να κλείσουν το μάτι και σε συμφωνία με τον Ράμα. Με τριακόσια βάζουν μέσα και την Θράκη. Στους λίγους που ψιλοδιαφωνούσαν, ανέλαβε η ομάδα κρούσεως, οι συνήθεις «πανεπιστημιακοί και διανοούμενοι», να εξηγήσουν ότι παρασύρονται από τον εθνικισμό. Εντέλει, είτε υπήρξε είτε όχι συμφωνία «σου δίνω όνομα, γλώσσα εθνότητα, μου δίνεις συντάξεις, αξιολόγηση, προσλήψεις», το αποτέλεσμα είναι μια κλασική win – win situation.
Καθένας πήρε ό,τι ζητούσε. Volltreffer, όπως θα έλεγαν στην Καγκελαρία. Και ακόμη πιο ωφελημένη είναι η ΠΓΔΜ που και πήρε όλα όσα διεκδικούσε και εγκαταστάθηκε στην σωστή πλευρά της Ιστορίας, βάζοντας την Ελλάδα να πληρώσει το λογαριασμό. Το συμφέρον της βρίσκεται στον Δυτικό κόσμο, η Ρωσία δεν αποτελεί εγγύηση δημοκρατίας, όσο μακρύτερα από τα Βαλκάνια τόσο καλύτερα και οι αιτίες για τις οποίες ο Πούτιν είναι ο δημοφιλέστερος ξένος ηγέτης στην Ελλάδα, ανάγονται λιγότερο στην οργανωμένη προπαγάνδα και περισσότερο σε σφαίρες ειδικών επιστημόνων της ψυχής.
Εντέλει, όποιο και αν υπήρξε το κίνητρό τους, το βέβαιο είναι ότι οι δανειστές εγκατέλειψαν την προσπάθεια εκσυγχρονισμού της Ελλάδος. Ακούγεται αντιδημοφιλές αλλά είναι η κυνική αλήθεια: Μόνο υπό εξωτερική πίεση μπορούσαν να γίνουν πέντε από τα εκατό πράγματα που χρειάζονται ώστε η χώρα να προσεγγίσει τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε να σταματήσει το ρολόι, να προστατέψει τις ισχυρές συντεχνίες και τις προσοδοθηρικές ομάδες, να εμποδίσει ιδιωτικοποιήσεις και μεταρρυθμίσεις και εντέλει να αποτελέσει εγγύηση της στασιμότητας. Δηλαδή, εξέφρασε το κυρίαρχο αίτημα της ελληνικής κοινωνίας που κλέβει από τα παιδιά της για να μην ξεβολευτεί η ίδια. Με άλλα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε ακόμη κι αν χάσει.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 16 Δεκεμβρίου 2018