Ρεαλισμός και μεταρρυθμίσεις
Οι λέξεις του τίτλου είναι δύο από τις πιο συκοφαντημένες της ελληνικής γλώσσας.
Πλήρωσαν και πληρώνουν το γεγονός ότι ενώ στην ουσία περιγράφουν έννοιες που μόνο καλό έχουν να προσφέρουν στις σύγχρονες κοινωνίες, χρησιμοποιήθηκαν πολλές φορές για να πλήξουν κυρίως δικαιώματα εργαζομένων και παροχές στα πιο αδύναμα οικονομικά στρώματα της χώρας μας.
Έλεγε ο άλλος μεταρρύθμιση και πρόσθετε 5 – 10 χρόνια παραπάνω δουλειάς για τη συνταξιοδότηση. Έλεγε ρεαλισμό και κάποιος μισθός καταδικαζόταν σε πολυετή δίαιτα ή κάποιο επίδομα που μέχρι εκείνη τη στιγμή έδινε οικονομική ανάσα έσβηνε απ’ το χάρτη.
Επομένως η καχυποψία στο άκουσμα και μόνο των συγκεκριμένων λέξεων είναι λογική αντίδραση η οποία με τη σειρά της ενεργοποιεί αμυντικά αντανακλαστικά σε πολλούς Έλληνες.
Δυστυχώς ή ευτυχώς, όσο και αν οι σειρήνες - συνήθως αντιπολιτευτικές- προσπαθούν να μας πείσουν ότι ούτε το ένα χρειάζεται ούτε το άλλο, οι εξελίξεις επιβάλλουν τη χρήση του ρεαλισμού ως εργαλείο ανάγνωσης της συγκυρίας και τις μεταρρυθμίσεις ως εργαλείο για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που υπάρχουν.
Μετά από δύο μήνες απραξίας στο μεγαλύτερο κομμάτι των οικονομικών δραστηριοτήτων στη χώρα, λόγω της πανδημίας του κορονοϊού, η ζημιά που έχει γίνει είναι δύσκολο να υπολογιστεί, ενώ οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ύφεση 10% μέσα στο 2020.
Με άλλα λόγια το μισό της μείωσης του ΑΕΠ που καταγράφηκε στην Ελλάδα κατά τη διάρκεια της δεκαετούς κρίσης θα μας «χτυπήσει» μέσα σε λίγους μήνες.
Συνεπώς δεν υπάρχει χρόνος για χάσιμο. Η κυβέρνηση, τα κόμματα αλλά και η κοινωνία είναι υποχρεωμένες να αφήσουν στην άκρη ιδεοληψίες και αφηγήματα που χαϊδεύουν αυτιά, να διαβάσουν με ρεαλισμό τα νούμερα και τα προβλήματα που αναδεικνύουν και να στηρίξουν εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που θα μοιράζουν δίκαια το βάρος. Έτσι θα θέσουν τις βάσεις για να φύγει η χώρα μπροστά μόλις της το επιτρέψουν οι συνθήκες.
Ήδη ο Κ. Μητσοτάκης ανακοίνωσε το δεύτερο πακέτο στήριξης της ελληνικής οικονομίας ύψους 24 δισ. ευρώ. Από το σύνολο των κυβερνητικών παρεμβάσεων μένουν να διευκρινιστούν αρκετά και σημαντικά ζητήματα. Ωστόσο το πρώτο σημαντικό σημείο που ανέδειξε η κριτική της αντιπολίτευσης είναι ότι με τα μέτρα στήριξης στην εργασία οι εργαζόμενοι θα δουν τις αποδοχές τους να μειώνονται κατά 20% , ενώ οι ελαστικές μορφές εργασίας από συμπληρωματικές κινδυνεύουν να γίνουν το βασικό μοντέλο απασχόλησης.
Από την άλλη πλευρά αν δεν βοηθηθούν οι επιχειρήσεις για να επιβιώσουν είναι προφανές ότι η ανεργία που θα προκύψει θα χτυπήσει και πάλι τους εργαζόμενους. Αδιέξοδο; Όχι απαραίτητα. Είναι προφανώς αδύνατον να μείνουν έξω από το λογαριασμό οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα. Μόνο που στον ίδιο λογαριασμό πρέπει να μπουν όλοι οι εργαζόμενοι και όλες οι επιχειρήσεις. Οι μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν μπορούν να βρουν στήριξη και να φέρουν αποτελέσματα μόνο όταν ενσωματώνουν το στοιχείο της προοπτικής και της απαξιωμένης κοινωνικής δικαιοσύνης…
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 24 Μαΐου 2020