Θεσσαλονίκης μύθοι
Πριν λίγες μέρες, μιλούσα στο τηλέφωνο με έναν πρώην βουλευτή από την Αθήνα και τη συνηθισμένη ερώτηση «πού βρίσκεσαι» τη διατύπωσε ως εξής: «Είσαι στην καρντασούπολη;», εννοώντας κάτι του τύπου «είσαι στη φιλόξενη και χαλαρή πόλη;».
Είχα χρόνια να ακούσω τον χαρακτηρισμό, προς στιγμή ένιωσα αμηχανία μαζί με απαρέσκεια, καθώς ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με αυτές τις λέξεις της εξαγόμενης μπαγιατιάς μας. Μου ήρθε αυθόρμητα να εξιστορήσω την κατάσταση της Θεσσαλονίκης, την υστέρησή της, την απόσταση που τη χωρίζει από ό,τι αυτονοήτως πιστεύουμε ότι πρέπει και μπορεί να είναι η πόλη μας εξαιτίας της Iστορίας της, της γεωπολιτικής σημασίας της, της μοναδικής συγκέντρωσης Πανεπιστημίων και νέων, της θάλασσάς της, τη διεθνή πρωτοτυπία να παραμένει χωρίς συγκοινωνία, χωρίς Σχέδιο αστικής ανασυγκρότησης, την πρωτιά της ευρωπαϊκής πόλης με την μικρότερη αναλογία πρασίνου ανά κάτοικο και την μεγαλύτερη συγκέντρωση αιωρούμενων σωματιδίων στην ατμόσφαιρά της και αστραπιαία το μετάνιωσα, γιατί αισθάνθηκα ότι θα επιβεβαιώσω τον άλλο χαρακτηρισμό, αυτόν της «αδικημένης» πόλης που «την κατατρέχει η Αθήνα».
Ή γκρινιάρης ή μάγκας. Απεχθές το δίλημμα. Σιώπησα. Απάντησα τυπικά «ναι, είμαι στην Θεσσαλονίκη». Και είπα από μέσα μου «μην ξανακούσω χαρακτηρισμούς». Ούτε για το κέντρο της βαλκανικής, ούτε για τη γέφυρα ανατολής-δύσης, ούτε για τη συμπρωτεύουσα, ούτε για την φραπεδούπολη, ούτε για την προσφυγομάνα, ούτε για τη φτωχομάνα. Δεν χρειαζόμαστε μια πόλη «καρτ ποστάλ» ενός κενού συναισθηματισμού και μιας αόριστης αυτάρεσκης πολιτικής μεγαλοστομίας. Δεν βοηθά το χτύπημα στην πλάτη κάθε Σεπτέμβριο.
Η ανάγκη μας αφορά μια πόλη «κανονική». Που γνωρίζει τα μεγέθη της, που έχει εκτιμήσει τη διαφορά των αναγκών της από δεκαετία σε δεκαετία, που πατά με αυτοπεποίθηση σε όλα τα Κεφάλαια της Ιστορίας της, που σέβεται τα μνημεία της και τον δημόσιο χώρο, μια ανθρώπινη πόλη για να εργάζεσαι και να ζεις. Και βγήκα μια βόλτα στην εξαιρετική ακτογραμμή της, αυτό το σπάνιο θαλάσσιο μέτωπο, όπου, αυγή και ηλιοβασίλεμα, οργή και απογοήτευση εξαφανίζονται από την αίσθηση της μεγάλης αγκαλιάς, αυτήν του Θερμαϊκού κόλπου, που γαληνεύει κατοίκους και επισκέπτες. Ξανασκέφτηκα, πιο ήρεμα, τους χαρακτηρισμούς που είχα απωθήσει.
Κανένας δεν είναι τυχαίος. Και όλοι τους, πέρα από την αναφορά τους στο παρελθόν, ορίζουν και δρόμους μέλλοντος. Αφού λοιπόν ηρέμησα με τις λέξεις, άρχισα να βάζω στοιχήματα με τον εαυτό μου για τις εξαγγελίες της ΔΕΘ. Τα έργα που, στη συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν προ πολλού αρχίσει να αποκτούν μουσειακή αξία. Μπορώ να μαντέψω τον κατάλογο; Το μετρό που δεν τελειώνει ποτέ, τον ΟΑΣΘ που διαλύεται, τις περιοχές της καινοτομίας που, με διάφορα ονόματα, συζητιούνται από τη δεκαετία του 90, την ΔΕΘ που μένει στο κέντρο ενώ θα έφευγε, τους συνδετήριους άξονες του ΟΛΘ (!), τη διάνοιξη της Πόντου που εκκρεμεί πάνω από μισό αιώνα, το Γκόνου που συζητείται έτη πολλά και πάλι από την αρχή.(Ευτυχώς προχωρά το Παύλου Μελά). Ένας επαναλαμβανόμενος πίνακας που δημιουργεί δυσφορία πλέον στους θεσσαλονικείς και, είμαι σίγουρη, αμηχανία και στους εξαγγέλλοντες. Μήπως το μυστικό είναι ότι, εδώ ο χρόνος τρέχει αλλιώς; Μήπως ότι εδώ μιλάμε για έργα έναν μήνα τον χρόνο και τους υπόλοιπους πάσχουμε όχι μόνον από ελλειμματική δημιουργικότητα αλλά και από αφασία αντίδρασης; Μήπως φταίει ότι, στην πραγματικότητα, είμαστε ετεροδιοικούμενοι, γιατί καμία μεγάλη απόφαση δεν μπορεί να ξεπηδήσει και να ολοκληρωθεί ως γέννημα της ίδιας της πόλης; Μήπως απλώς είμαστε το αστικό παράδειγμα της βόρειας ελληνικής Περιφέρειας που βρίσκεται από καιρό σε υποχώρηση, μεγαλώνοντας τη διαφορά με την πραγματικότητα της νότιας Ελλάδας;
Πάντως κάτι λάθος συμβαίνει. Μια μικρή αναδρομή στην Ιστορία αστικού σχεδιασμού της πόλης, μπορεί να φωτίσει τις διαφορές και, ίσως, μας κάνει όλους σοφότερους για τον τρόπο που λειτουργούμε. Έξι μέρες μετά την πυρκαγιά του 1917, ξεκίνησαν, υπό την ευθύνη του υπουργού Συγκοινωνιών Αλέξανδρου Παπαναστασίου, συσκέψεις για τον πολεοδομικό ανασχεδιασμό, που οδήγησε γρήγορα στη λειτουργία της «Επιτροπής Σχεδίου» (Εμπράρ, Μόσον, Γκίνης, Πλεϊμπέρ, Ζάχος, Κιτσίκης και δήμαρχος Αγγελάκης). Δεν είναι του παρόντος σημειώματος να μακρηγορήσω για τη σημασία του Σχεδίου που θεωρείται μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη προσπάθεια αστικού σχεδιασμού, αυτό που έδωσε την εικόνα της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, ενώ εκτιμάται και ως η μεγαλύτερη χαμένη ευκαιρία, καθώς το Σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Οι κάθετοι κεντρικοί άξονες προς τη θάλασσα, η Αριστοτέλους (λεωφόρος της Κοινωνίας των Εθνών), οι πλατείες γύρω από τα μνημεία (Αχειροποίητος, Διοικητήριο), η επέκταση του λιμανιού προς τα δυτικά, ο προσδιορισμός των περιοχών βιομηχανικών εγκαταστάσεων, είναι μερικά από τα έργα που προσδιορίζουν και τη σημερινή πόλη. Προβλέπονταν και άλλα, που δεν έγιναν ποτέ.
Το Σχέδιο επέμενε στους μεγάλους ανοικτούς κήπους, στην κατασκευή μεγάλης πλατείας δημοσίων κτιρίων, πολλά που για διάφορους λόγους ακυρώθηκαν. Η πορεία της πόλης πριν και μετά, πέρασε από πολέμους, φτώχεια, καταστροφές, ολοκαυτώματα και προσφυγικές εγκαταστάσεις. Άλλες καθυστερήσεις μπορούν να θεωρηθούν ως απότοκα μιας δύσκολης εθνικής πορείας και άλλες ως απαράδεκτες αμεριμνησίες των τοπικών και των κεντρικών διοικήσεων. Και άλλες, πολλές, παράγωγα άλλων διαχρονικών συμφερόντων. Άλλωστε και την εποχή του Εμπράρ, μιλούσαν για «ξένους ενδιαφερόμενους» και εκμεταλλευτές που «ανεκάλυψαν νέον Παναμάν»!Όπως και να το δεις, καμία πόλη σε Ανατολή και Δύση δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς Σχέδιο. Το τελευταίο που έγινε είναι το Ρυθμιστικό Σχέδιο Θεσσαλονίκης το 1985 και έκτοτε, ουδέν.
Το 2014, με νόμο, προχώρησε η επικαιροποίηση του Ρυθμιστικού της Αθήνας, ενώ αποσύρθηκε το αντίστοιχο της Θεσσαλονίκης, χωρίς κανείς να αναρωτηθεί, έκτοτε, για την ανάγκη ενός συνολικού Σχεδιασμού. Καταργήθηκε και ο Οργανισμός Ρυθμιστικού και, προς δόξαν της αποκέντρωσης και της σύγχρονης λειτουργίας των πόλεων, παρέδωσε τις αρμοδιότητές του σε ένα γραφείο, που αλλού;, στην Αθήνα. Τα πολεοδομικά Σχέδια υποκαταστάθηκαν στην ουσία τους από τα Χωρικά (απροσδιόριστης χωρικής έκτασης).
Άλλα έργα έχουν ξεχαστεί, άλλα προχωρούν με τον αραμπά, άλλα εξαγγέλλονται και λησμονούνται, άλλες ευκαιρίες γεωπολιτικών ανακατατάξεων χάνονται και κανείς δεν γνωρίζει σε ποιόν ευρύτερο Σχεδιασμό υπακούν οι ετήσιες εξαγγελίες. Ένα μόνον παράδειγμα: υπάρχει κάποιος που μπορεί να υποστηρίξει ότι χωρούν όλες οι λειτουργίες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης; Και Πανεπιστήμιο και Δημαρχείο και ΔΕΘ και Μουσεία και καινούργια ξενοδοχεία και εμπορικά και πράσινο; Ποιος χωροτάκτης μπορεί να υπογράψει αυτήν την συνθήκη για το μέλλον της πόλης; Αλλά, αυτή είναι μια άβολη συζήτηση. Άλλωστε πάντα, εμείς, όλων των αποχρώσεων, θα βρίσκουμε την μέρα που θα χειροκροτήσουμε στην Έκθεση, τις «εξαγγελίες» για την χαλαρή πόλη. (Ακόμα και για αυτό, το μάλλον προσβλητικό της χαλαρότητας/ωχαδερφισμού, εάν είχαμε Σχέδιο θα μπορούσαμε να το μετατρέψουμε σε brand. Τι παραπάνω έχει το hugge της Δανίας που έγινε παγκόσμια τάση;).
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10-11.09.2022