Το ΣτΕ στις πλατείες
Αφού δεν έσκισαν τα μνημόνια οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, ανέλαβε να τα σκίσει το Συμβούλιο της Επικρατείας. Και τα σκίζει ακριβώς όπως ταιριάζει σε μία κοινωνία που ακόμη και η ελίτ της είναι απρόθυμη να κατανοήσει πώς λειτουργεί ο σύγχρονος κόσμος. Η περίφημη «απόφαση του 2015», που έβαλε τους συνταξιούχους να τρέχουν αλαφιασμένοι «για να κατοχυρώσουν τα αναδρομικά» και εξασφάλισε εκατοντάδες ώρες τηλεοπτικών εκπομπών, αποτυπώνει ακριβώς το πνεύμα της εποχής της. Θα προτιμούσαμε να το ξεχάσουμε, αλλά το 2015 οι Έλληνες ψήφισαν ότι είναι πλούσιοι. Και αν τυχόν δεν μπορούσαμε να τυπώσουμε εκατό δισεκατομμύρια, όπως διαβεβαίωνε η Ραχήλ Μακρή, πρώτη βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ στην Κοζάνη, σίγουρα θα παρακαλούσαν οι δανειστές να μας δανείζουν, όπως διαβεβαίωνε ο Τσίπρας, μετέπειτα πρωθυπουργός με αποδοχή άνω του 80%. Ακριβώς εκείνο το καλοκαίρι της τζάμπα μαγκιάς, σε συντονισμό με τη λαϊκή πεποίθηση, το ΣτΕ, με πλειοψηφία 14-11-1, αποφάσισε ότι οι συντάξεις δεν πρέπει να κοπούν. Και έτσι υπέγραψε έναν λογαριασμό εννιά δισεκατομμυρίων, δηλαδή, τέσσερις ΕΝΦΙΑ. Ποιος θα τον πληρώσει και με τι λεφτά; Ο Θεός κι η ψυχή τους.
Η παραδοχή ότι οι δικαστικές αποφάσεις είναι σεβαστές, θεμελιώδης σύμβαση του δημοκρατικού πολιτεύματος, δεν σημαίνει ότι αποτελούν θέσφατα. Εφαρμόζονται αλλά κρίνονται, επαναξιολογούνται και συχνά αναθεωρούνται. Εάν, για παράδειγμα, ο Άρειος Πάγος δεν άλλαζε τη νομολογία του που έως τότε επέτρεπε στα δικαστήρια της ουσίας να μετατρέπουν τις συμβάσεις έργου σε συμβάσεις εργασίας, κατά παράκαμψη του ΑΣΕΠ, η φάμπρικα των μονιμοποιήσεων από το παράθυρο θα δούλευε νύχτα μέρα. Η περίφημη, πλέον, 2287/2015 απόφαση του ΣτΕ είναι πρωτίστως βουλησιαρχική. Αντιστρέφει τη φορά της επαγωγής. Δεν αξιολογεί πραγματικά περιστατικά σε ένα πραγματικό περιβάλλον και, εν συνεχεία, τα υπάγει σε κανόνα δικαίου. Πάει ανάποδα. Οι δικαστές πρώτα αποφάσισαν ότι δεν θέλουν να περικοπούν οι συντάξεις και εν συνεχεία αναζήτησαν το νομικό κέλυφος. Αυτό ήταν εύκολο να βρεθεί σε γενικόλογες διατάξεις του συντάγματος, όπως η κοινωνική αλληλεγγύη (Σ 25§ 4), η ισότητα στα δημόσια βάρη (Σ 2§5), η αρχή της αναλογικότητας (Σ 25§1), η μέριμνα για την κοινωνική ασφάλιση (Σ 22§5), ο σεβασμός και η προστασία της αξίας του ανθρώπου (Σ2§1) και σε άλλες τόσες που καθένας μπορεί να νοηματοδοτήσει όπως θέλει, ώστε να προκύψει το συμπέρασμα ότι «περικοπή των συντάξεων δεν μπορεί να παραβιάζει αυτό που αποτελεί τον συνταγματικό πυρήνα του κοινωνικοασφαλιστικού δικαιώματος, τη χορήγηση δηλαδή στον συνταξιούχο παροχών τέτοιων που να του επιτρέπουν να διαβιώνει με αξιοπρέπεια, εξασφαλίζοντας τους όρους όχι μόνο της φυσικής του υποστάσεως αλλά και της συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή με τρόπο που δεν αφίσταται, πάντως, ουσιωδώς από τις αντίστοιχες συνθήκες του εργασιακού του βίου». Κάτι που ακούγεται μια χαρά αν μιλάμε για τη Γερμανία, αλλά σε μία χώρα που πρακτικά πτώχευσε, όπου 1,4 εργαζόμενοι με 600 ευρώ μισθό πρέπει να χρηματοδοτούν μιαν ακατέβατη σύνταξη και οι φορολογούμενοι να πληρώνουν ανελέητα, ώστε «να μην αλλάξει ουσιωδώς η συμμετοχή στην κοινωνική ζωή» του συνταξιούχου του ΟΤΕ, που βγήκε στα πενήντα και πήρε 150 χιλιάδες εφάπαξ, ακούγεται εκτός πραγματικότητος.
Κλέβουμε από τα παιδιά μας. Και το εμφανίζουμε ως πράξη δικαιοσύνης.
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 11 Νοεμβρίου 2018