Υπάρχει ωραίος θάνατος;
Ο άνθρωπος, δισυπόστατο ον! Ψυχή και σώμα, σώμα και ψυχή. Διαχωρίζονται; Μπορούν αυτά τα δύο; Και τι είναι προτιμότερο στην περίπτωση του αναπόφευκτου; Να αρρωσταίνει η ψυχή ή το σώμα; Να έχει ο άνθρωπος τα λογικά του και να παλεύει με αρρώστιες του κορμιού του ή να μην τα έχει και να είναι αρτιμελής, χωρίς διαβήτη και υπέρταση; Τίποτε από τα δύο θα μου πείτε και θα έχετε και δίκιο.
Σε ένα όμως υποτιθέμενο πρέπει, αν εκ των πραγμάτων είχαμε να επιλέξουμε να κρατήσουμε υγιή την ψυχή ή το σώμα μας, αν ένα τζίνι εμφανιζόταν ξαφνικά και μας έλεγε ότι οι μόνες δύο μας εναλλακτικές ήταν να μας δωρίσει την αιωνιότητα της ψυχής ή την νεότητα του κορμιού μας με αντάλλαγμα την απώλεια του ενός ή του άλλου, θα απαντούσαμε αβίαστα; Και, εν τέλει, τι θα ήταν αυτό που θα θέλαμε να μας χαριστεί;
Θυμάμαι τη μία μου γιαγιά που πέθανε στα 96. Έχοντας χάσει πρόωρα τον γιο της και πατέρα μου, σάλεψε, έχασε τα λογικά της. Η άλλοτε κυρία έβγαινε κρυφά από το σπίτι, κυκλοφορούσε με ανταριασμένη ψυχή σαν χαμένη στο χωριό, όπου ευτυχώς την ήξεραν και την περιμάζευαν όλοι γιατί αλλιώς θα την αναζητούσαμε σίγουρα στο silver alert, και σ’ όποιον τη ρωτούσε πού πηγαίνει απαντούσε: «Στον γιο μου!». Είχε αρχίσει δε από την άνοια και έλεγε και κάτι περίεργα σεξουαλικά, που αν το ήξερε ότι αυτό θα συμβεί όσο είχε τα μυαλά της στη θέση τους, έτσι συντηρητική που ήταν, θα είχε αυτοκτονήσει από την ντροπή της πολύ πριν φτάσει σε αυτά τα επίπεδα.
Θυμάμαι και την άλλη. Τη χάσαμε μόλις στα 64 της από καρκίνο στο πάγκρεας. Είχε γεμίσει με ίκτερο και κιτρινίλες, είχε οργώσει όλο της το σώμα από το ξύσιμο γιατί είχε έντονο κνησμό και γέμιζε με γρατζουνιές. Της έκαναν εγχείρηση μόνο και μόνο για να την ανακουφίσουν γιατί είχε άμεσο προσδόκιμο. «Δεν αντέχω άλλο!», την άκουγα να υποφέρει κι έβλεπα πιο πέρα τη μάνα μου να προσπαθεί να κρύψει το αναφιλητό. «Βάλτε με σε ένα ταξί μόλις συμβεί και πηγαινετέ με στον Έβρο», ήταν από τις τελευταίες της κουβέντες, γιατί, μπορεί να μην της το λέγαμε επίσημα, είχε όμως μυαλό ξυράφι και καταλάβαινε τα πάντα.
Δύο διαφορετικές ιστορίες, δύο φινάλε γραμμένα με πολύ μελανά χρώματα για μένα, άλλωστε οι γιαγιάδες ως δεύτερες μάνες, όταν φεύγουν σε όποια ηλικία κι αν συμβεί αυτό, σου λείπουν πάντα πολύ.
Και κάνω τώρα αυτόν τον διαχωρισμό και μου έρχεται στο μυαλό μια άλλη ιστορία που άκουσα και συγκλονίστηκα: Γιαγιά κι εκείνη στα 98. Πάντρεψε τη δισέγγονή της. Ήπιε το βράδυ του γλεντιού, χόρεψε σαν να μην υπήρχε αύριο, πέρασε ίσως το ωραιότερο εικοσιτετράωρο της ζωής της. Είχε νου σε πλήρη διαύγεια, ψυχή-ψυχάρα και ενέργεια αγριοκάτσικου. Όλοι την έβλεπαν και τη χαίρονταν. Μόλις έσβησε το γλέντι, πρώτες πρωινές ώρες, ησύχασε το πράγμα, πήγαν όλοι για ύπνο, πήγε και η γιαγιά ευτυχισμένη… Δεν ξαναξύπνησε ποτέ!
Και σκέφτομαι αυτό και λέω, ω ναι! Ο θάνατος υπάρχει και θα υπάρχει πάντα. Μπορεί όμως να έρθει και ωραία (σαν την ετυμολογία της λέξης, δηλαδή στην ώρα του, αυτός που στην αρχαία Ελλάδα εθεωρείτο όμορφος). Κι αφού, εκ των πραγμάτων, δεν μπορούμε να τον αποφύγουμε, ας κάνουμε τουλάχιστον ό,τι περνάει απ’ το χέρι μας, αν περνάει, για να είναι, όταν μας φτάσει, κάπως έτσι!
*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ" στις 10 Οκτωβρίου 2021