ΑΠΟΨΕΙΣ

Απορρυπαντικά και οικολογία

 16/10/2018 08:00

Είναι γεγονός ότι η μπουγάδα δεν βγαίνει πια από το πλυντήριο τόσο καθαρή όσο παλιότερα, επειδή έχουν αλλάξει οι «συνταγές» των απορρυπαντικών, για να σωθούν τα υδάτινα συστήματα. Οι λεκέδες που δημιουργούνται στα υφάσματα είναι βασικά δύο ειδών: λίπη (λάδι, βούτυρο κτλ.) και βιολογικά υγρά (αίμα, ιδρώτας κτλ.). Βασικά συστατικά των απορρυπαντικών είναι τριών ειδών χημικές ουσίες: Τα τασιενεργά, οι αποσκληρυντές και τα ένζυμα. Τα τασιενεργά είναι αυτά που αφαιρούν τους λιπαρούς λεκέδες (λαδιές) από τα υφάσματα, επειδή το ένα άκρο του μορίου τους προσκολλάται στο λίπος και το άλλο στο νερό. Καθώς αναταράζεται το νερό της πλύσης, τα μόρια του τασιενεργού αποσπούν το λίπος από τα ρούχα και το μεταφέρουν στο νερό, οπότε το λίπος απομακρύνεται με το ξέβγαλμα. Τα τασιενεργά όμως δεν είναι αποτελεσματικά όταν το νερό είναι «σκληρό», περιέχει δηλαδή μεγάλη ποσότητα ασβεστίου και μαγνησίου. Για να αντιμετωπιστεί αυτό το πρόβλημα, προσθέτουμε στο απορρυπαντικό τούς αποσκληρυντές, οι οποίοι δεσμεύουν το ασβέστιο και το μαγνήσιο. Για δεκαετίες το κύριο αποσκληρυντικό των απορρυπαντικών ήταν τα φωσφορικά άλατα. Δυστυχώς όμως διαπιστώθηκε ένα σημαντικότατο μειονέκτημα αυτών των χημικών ουσιών. Το νερό από το πλύσιμο των ρούχων καταλήγει σε ποτάμια και τελικά σε λίμνες ή αβαθείς κόλπους, όπου τα φωσφορικά άλατα ενεργούν ως λίπασμα για την υπέρμετρη ανάπτυξη φυκών. Το τελικό αποτέλεσμα είναι ότι το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό καταναλίσκεται από τα φύκη και τα ψάρια πεθαίνουν από ασφυξία.

Από το 2013 οι βιομηχανίες απορρυπαντικών αναγκάστηκαν να αφαιρέσουν τα φωσφορικά άλατα και να τα αντικαταστήσουν αφενός με άλλου είδους αποσκληρυντές και αφετέρου με αυξημένη δόση ενζύμων. Τα ένζυμα διασπούν τα λίπη και τις πρωτεΐνες των λεκέδων σε απλούστερα μόρια, τα οποία διαλύονται στο νερό και απομακρύνονται με το ξέβγαλμα. Δυστυχώς τα ένζυμα «δουλεύουν» σε χαμηλές θερμοκρασίες, ενώ τα τασιενεργά σε υψηλές. Έτσι πλένοντας στους 60 - 80 βαθμούς, όπου αποδίδουν τα τασιενεργά, καταστρέφουμε τα ένζυμα, ενώ πλένοντας στους 30 - 40 βαθμούς, όπου αποδίδουν τα ένζυμα, χάνουμε από την απόδοση των τασιενεργών. Τι κάνουμε λοιπόν για να έχουμε και πάλι καθαρή μπουγάδα; Καταρχήν προτιμάμε τα απορρυπαντικά σε σκόνη, που περιέχουν βελτιωτικά συστατικά που δεν υπάρχουν στα υγρά. Στη συνέχεια ρυθμίζουμε τη θερμοκρασία της πλύσης στους 45 - 50 βαθμούς, σημείο που φαίνεται να είναι η χρυσή τομή μεταξύ της αποτελεσματικότητας των ενζύμων και της αποτελεσματικότητας των τασιενεργών. Και τέλος προσθέτουμε στο απορρυπαντικό ένα πρόσθετο αποσκληρυντικό, από αυτά που υπάρχουν στα ράφια των σουπερμάρκετ.

*Ο Χάρης Βάρβογλης είναι ομότιμος καθηγητής του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ


*Δημοσιεύθηκε στη "ΜτΚ"